διαμετρώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και διαμετράω (Α διαμετρῶ, -έω) [[μετρώ]]<br /><b>1.</b> [[μετρώ]] [[κάτι]] από το ένα [[μέχρι]] το [[άλλο]] [[άκρο]] του<br /><b>2.</b> [[βρίσκω]] την [[τιμή]] της διαμέτρου<br /><b>3.</b> [[υπολογίζω]], [[κρίνω]]<br /><b>4.</b> [[ελέγχω]] με διαμετρητήρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαμοιράζω]]<br /><b>2.</b> [[χορηγώ]] [[σιτηρέσιο]]<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> βρίσκομαι στο αντίθετο [[σημείο]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>διαμετοῦμαι</i><br />[[παίρνω]] ως [[μερίδιο]] μου.
|mltxt=και διαμετράω (Α διαμετρῶ, -έω) [[μετρώ]]<br /><b>1.</b> [[μετρώ]] [[κάτι]] από το ένα [[μέχρι]] το [[άλλο]] [[άκρο]] του<br /><b>2.</b> [[βρίσκω]] την [[τιμή]] της διαμέτρου<br /><b>3.</b> [[υπολογίζω]], [[κρίνω]]<br /><b>4.</b> [[ελέγχω]] με διαμετρητήρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαμοιράζω]]<br /><b>2.</b> [[χορηγώ]] [[σιτηρέσιο]]<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> βρίσκομαι στο αντίθετο [[σημείο]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>διαμετροῦμαι</i><br />[[παίρνω]] ως [[μερίδιο]] μου.
}}
}}

Latest revision as of 18:26, 24 October 2020

Greek Monolingual

και διαμετράω (Α διαμετρῶ, -έω) μετρώ
1. μετρώ κάτι από το ένα μέχρι το άλλο άκρο του
2. βρίσκω την τιμή της διαμέτρου
3. υπολογίζω, κρίνω
4. ελέγχω με διαμετρητήρα
αρχ.
1. διαμοιράζω
2. χορηγώ σιτηρέσιο
3. αστρον. βρίσκομαι στο αντίθετο σημείο
4. μέσ. διαμετροῦμαι
παίρνω ως μερίδιο μου.