θεοφάνεια: Difference between revisions
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theofaneia | |Transliteration C=theofaneia | ||
|Beta Code=qeofa/neia | |Beta Code=qeofa/neia | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[vision of God]], Notiz.Arch.4.236 (Cyrene).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:20, 10 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A vision of God, Notiz.Arch.4.236 (Cyrene).
German (Pape)
[Seite 1198] ἡ, Erscheinung Gottes, K. S., von θεοφανής, Gott zeigend, adv., K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θεοφάνεια: ἡ, ἐμφάνισις τοῦ θεοῦ ἐν σαρκί, Σὺ μετὰ Μωσέως θεοφανείας ἠξιωμένος Ἐκκλ. ΙΙ. θεοφάνεια, ων, τά, αὐτόθι· πρβλ. θεοφάνια ΙΙ.
Greek Monolingual
(I)
η (AM θεοφάνεια)
1. η παρουσία της Αγίας Τριάδος κατά τη Βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη
2. η εορτή τών Φώτων, της Βαπτίσεως του Χριστού
3. η εμφάνιση θεού στους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -φάνεια (< -φανής < φαίνω), πρβλ. αληθο-φάνεια, επι-φάνεια].
(II)
τα (Μ θεοφάνεια)
1. η θεοφάνεια
2. (ενν. ιερά) τα τελούμενα κατά τη γιορτή της θεοφανείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. θεοφάνεια (ενν. ιερά) «τα τελούμενα κατά την εορτή της θεοφανείας» (βλ.λ.)].