θρομβώδης: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
(1ab)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thromvodis
|Transliteration C=thromvodis
|Beta Code=qrombw/dhs
|Beta Code=qrombw/dhs
|Definition=ες,= <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> θρομβοειδής, οὖρα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>4.69</span>; ἀφροί <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>702</span>; σπέρματα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>582a31</span>.</span>
|Definition=ες,= <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> θρομβοειδής, οὖρα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>4.69</span>; ἀφροί <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>702</span>; σπέρματα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>582a31</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:48, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρομβώδης Medium diacritics: θρομβώδης Low diacritics: θρομβώδης Capitals: ΘΡΟΜΒΩΔΗΣ
Transliteration A: thrombṓdēs Transliteration B: thrombōdēs Transliteration C: thromvodis Beta Code: qrombw/dhs

English (LSJ)

ες,=    A θρομβοειδής, οὖρα Hp.Aph.4.69; ἀφροί S.Tr.702; σπέρματα Arist.HA582a31.

German (Pape)

[Seite 1219] ες, zu Klumpen geronnen; ἀφροί Soph. Tr. 699; σπέρματα Arist. H. A. 7, 1; Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

θρομβώδης: -ες, θρομβοειδὴς, Ἱππ. Ἀφ. 1252 (ἐπὶ οὔρων) Σοφ. Τρ. 702, Ἀριστ. Ι. Ζ. 7. 1, 19.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
rempli de grumeaux, en grumeaux.
Étymologie: θρόμβος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (Α θρομβώδης, -ες) θρόμβος
αυτός που είναι γεμάτος θρόμβους, που έχει πήξει σε θρόμβους
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες.
επίρρ...
θρομβωδώς
με θρομβώδη τρόπο.

Greek Monotonic

θρομβώδης: -ες (εἶδος), ο γεμάτος θρόμβους, πηγμένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

θρομβώδης: сгустившийся, полный сгустков (ἀφροί Soph.; σπέρματα Arst.).

Middle Liddell

θρομβ-ώδης, ες εἶδος
like clots, clotted, Soph.