θυελλώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thyellodis | |Transliteration C=thyellodis | ||
|Beta Code=quellw/dhs | |Beta Code=quellw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense" | |Definition=ες, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[stormy]], Sch.<span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>418</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:50, 10 December 2020
English (LSJ)
ες, A stormy, Sch.S.Ant.418.
German (Pape)
[Seite 1221] ες, stürmisch, Schol. Soph. Ant. 418.
Greek (Liddell-Scott)
θυελλώδης: -ες, ὅμοιος θυέλλη, τρικυμιώδης, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 418, Μανασσ. Χρον. σ. 121.
Greek Monolingual
-ες (Α θυελλώδης, -ες) θύελλα
όμοιος με θύελλα, τρικυμιώδης, ανεμόδαρτος, ανεμοδαρμένος
νεοελλ.
1. μτφ. ασυγκράτητος, ακατάσχετος
2. μτφ. ταραχώδης, πολυτάραχος, περιπετειώδης («θυελλώδεις συζητήσεις»).
επίρρ...
θυελλωδώς
με θυελλώδη τρόπο, ορμητικά, με μεγάλη αναταραχή.