καλλιτέχνης: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kallitechnis
|Transliteration C=kallitechnis
|Beta Code=kallite/xnhs
|Beta Code=kallite/xnhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[beautiful artist]], <span class="bibl">Anacreont.4.1</span>: pl., -τέχνεις <span class="title">Epigr.Gr.</span>796.</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[beautiful artist]], <span class="bibl">Anacreont.4.1</span>: pl., -τέχνεις <span class="title">Epigr.Gr.</span>796.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:20, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐτέχνης Medium diacritics: καλλιτέχνης Low diacritics: καλλιτέχνης Capitals: ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: kallitéchnēs Transliteration B: kallitechnēs Transliteration C: kallitechnis Beta Code: kallite/xnhs

English (LSJ)

ου, ὁ,    A beautiful artist, Anacreont.4.1: pl., -τέχνεις Epigr.Gr.796.

German (Pape)

[Seite 1311] ὁ, der schön und kunstvoll arbeitet, Anacr. 4, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιτέχνης: -ου, ὁ, καλὸς τεχνίτης, καλῶς ἐργαζόμενος, Ἀνακρεόντ. 4. 1· πληθ. - τέχνεις Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 796.

Greek Monolingual

ο, θηλ. καλλιτέχνιδα (AM καλλιτέχνης, θηλ. καλλιτέχνις, -ιδος)
τεχνίτης που εργάζεται με καλαισθησία, αριστοτέχνης
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με μια από τις καλές τέχνες, ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μουσικός, ηθοποιός, χορευτής κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστο-τέχνης, ποικιλο-τέχνης].

Russian (Dvoretsky)

καλλῐτέχνης: искусно работающий, искусный Anacr.