κυδωνόμελι: Difference between revisions
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kydonomeli | |Transliteration C=kydonomeli | ||
|Beta Code=kudwno/meli | |Beta Code=kudwno/meli | ||
|Definition=τό, <span class="sense" | |Definition=τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[drink made from quinces and honey]], Dsc.5.21, <span class="bibl">Orib.5.25.16</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:09, 11 December 2020
English (LSJ)
τό, A drink made from quinces and honey, Dsc.5.21, Orib.5.25.16.
German (Pape)
[Seite 1525] ιτος, τό, Quittenhonig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κυδωνόμελι: τό, «μηλόμελι δέ, ὃ καὶ κυδωνόμελι ὀνομάζεται, σκευάζεται οὕτω· μήλων κυδωνίων ἐξαιρεθέντων τὰ σπέρματα καὶ βληθέντων εἰς μέλι ὅ,τι πλεῖστον, ὥστε ἐνεσφηνῶσθαι, γίνεται προσηνὲς μετ’ ἐνιαυτόν» Διοσκ. 5. 29.
Greek Monolingual
το (Α κυδωνόμελι)
μέλι μέσα στο οποίο έχουν προστεθεί κυδώνια καθαρισμένα από τα σπέρματά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνι + μέλι (πρβλ. αγριό-μελι, ροδό-μελι)].