ξενοδαΐκτης: Difference between revisions

From LSJ

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksenodaiktis
|Transliteration C=ksenodaiktis
|Beta Code=cenodai/+kths
|Beta Code=cenodai/+kths
|Definition=ου, Dor. -τᾱς, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who murders guests]] or [[strangers]], Pi.<span class="title">Parth.Fr.</span>13.30 ; ξεινο- prob. cj. in <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>391</span> (lyr.).</span>
|Definition=ου, Dor. -τᾱς, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who murders guests]] or [[strangers]], Pi.<span class="title">Parth.Fr.</span>13.30 ; ξεινο- prob. cj. in <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>391</span> (lyr.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:50, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοδᾰΐκτης Medium diacritics: ξενοδαΐκτης Low diacritics: ξενοδαΐκτης Capitals: ΞΕΝΟΔΑΪΚΤΗΣ
Transliteration A: xenodaḯktēs Transliteration B: xenodaiktēs Transliteration C: ksenodaiktis Beta Code: cenodai/+kths

English (LSJ)

ου, Dor. -τᾱς, ὁ,    A one who murders guests or strangers, Pi.Parth.Fr.13.30 ; ξεινο- prob. cj. in E.HF391 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ξενοδαΐκτης: -ου, ὁ, ὁ φονεύων τοὺς ξενιζομένους ἢ τοὺς ξένους, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 391, ἔνθα εἶναι τετρασύλλαβ. ξενοδαίκταν, ἂν μὴ ἀναγνωστέον ξενοδαίταν.

Greek Monolingual

ξενοδαΐκτης, δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α)
αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαϊκτής ή -δαΐκτης (< δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ψυχο-δαΐκτης].

Greek Monotonic

ξενοδᾰΐκτης: -ου, ὁ, αυτός που φονεύει τους φιλοξενούμενους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ξενοδαΐκτης: дор. ξενο-δαΐκτᾱς, v. l. ξενοδαίκτας ου adj. m убивающий чужеземцев (Κύκνος Eur.).