πωγωνίας: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pogonias | |Transliteration C=pogonias | ||
|Beta Code=pwgwni/as | |Beta Code=pwgwni/as | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense" | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[bearded]], <span class="bibl">Cratin. 439</span>, <span class="bibl">Procop.<span class="title">Pers.</span>2.4</span>; ἀλεκτρυόνες <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Geog.</span>7.2.23</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> π., with or without [[ἀστήρ]], [[bearded]] star, i.e. comet, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>344a23</span>, <span class="title">Stoic.</span> 2.201, <span class="title">Placit.</span>3.2.5, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:40, 11 December 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, A bearded, Cratin. 439, Procop.Pers.2.4; ἀλεκτρυόνες Ptol.Geog.7.2.23. II π., with or without ἀστήρ, bearded star, i.e. comet, Arist.Mete.344a23, Stoic. 2.201, Placit.3.2.5, etc.
German (Pape)
[Seite 826] ὁ, bärtig, Phryn. in B. A. 4, 15; ἀστήρ, Bartstern, Arist. meteor. 1, 7; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πωγωνίας: -ου, ὁ, «ὁ πώγωνος ὑποπιμπλάμενος, ὡς Κρατῖνος» Πολυδ. Β´, 10· ἐπὶ ἀλεκτρυόνος (ἴδε πώγων 2), Πτολεμ. Γεωγρ. 7, σ. 436, 4. ΙΙ. ἀστὴρ π., ἔχων πώγωνα, δηλ. κομήτης, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 7, 4, Πλούτ. 2. 893D, κομήτας δὲ καὶ πωγωνίας... πυρὰ εἶναι ὑφεστῶτα Διογ. Λ. 7. 152, Πλίν. 2. 22, κτλ. - Κατὰ Σουΐδ.: «πωγωνίας, ὁ μέγας πώγων».
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
barbu : πωγωνίας ἀστήρ, comète barbue ou chevelue.
Étymologie: πώγων.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
γενειοφόρος
νεοελλ.
ζωολ. α) είδος πιθήκων οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μακριάς λευκής γενειάδας και ζουν στο Κονγκό και στην νήσο Φερνάντο Πόο
β) γένος οστεοϊχθύων της οικογένειας συανίδες
αρχ.
1. αστρον. κομήτης με πώγωνα, δηλαδή με ανώμαλη ουρά που έχει κατεύθυνση προς τον Ήλιο
2. (για πετεινό) αυτός που φέρει σαρκώδη εκφύματα κάτω από το σαγόνι («ἀλεκτρυόνες πωγωνίαι», Πτολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων «πιγούνι, γένι» + κατάλ. -ίας (πρβλ. γαλαξ-ίας). Η λ., ως όρος της ζωολογίας στη Νέα Ελληνική, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pogonias].
Russian (Dvoretsky)
πωγωνίας: ου adj. m бородатый: ἀστὴρ π. Arst., Plut. комета.