σγουρός: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sgouros
|Transliteration C=sgouros
|Beta Code=sgouro/s
|Beta Code=sgouro/s
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[curly]], <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>12.801</span>.</span>
|Definition=ά, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[curly]], <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>12.801</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 22:05, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σγουρός Medium diacritics: σγουρός Low diacritics: σγουρός Capitals: ΣΓΟΥΡΟΣ
Transliteration A: sgourós Transliteration B: sgouros Transliteration C: sgouros Beta Code: sgouro/s

English (LSJ)

ά, όν,    A curly, Tz.H.12.801.

Greek (Liddell-Scott)

σγουρός: -ά, -όν, σκοτεινός, μελανός, λέξις Βυζαντ.· ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σγουρός, -ά, -όν, ΝΜ
βοστρυχωτός, κατσαρός
νεοελλ.
σγουρομάλλης
μσν.
σκοτεινός, μελανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το επίθ. σχηματίστηκε από το αρχ. γυρός «στρογγυλός, κεκαμμένος» με ανάπτυξη προθετικού σ- (πρβλ. βώλος: σβώλος). Κατ' άλλους, ο τ. ανάγεται σε αμάρτυρο σβουρός κατ' αποκοπή < σβουρόμαλλος (πρβλ. ἀψύς < ἀψί-θυμος)
βλ. λ. σγουρομάλλης. Κατ' άλλους, τέλος, πιθ. < αρχ. δίυγρος «υγρός, πλήρης»].