σάκτας: Difference between revisions
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=saktas | |Transliteration C=saktas | ||
|Beta Code=sa/ktas | |Beta Code=sa/ktas | ||
|Definition=(A), ου, ὁ, (σάττω) <span class="sense" | |Definition=(A), ου, ὁ, (σάττω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[sack]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>681</span>, <span class="bibl">Poll.3.155</span>, <span class="bibl">10.64</span>, <span class="bibl">Ael.Dion.<span class="title">Fr.</span>206</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> v. [[σάκανδρος]].</span><br /><span class="bld">σάκ-τας</span> (B), ὁ, Boeot. for [[ἰατρός]], <span class="bibl">Stratt.47.5</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:15, 11 December 2020
English (LSJ)
(A), ου, ὁ, (σάττω) A sack, Ar.Pl.681, Poll.3.155, 10.64, Ael.Dion.Fr.206. II v. σάκανδρος.
σάκ-τας (B), ὁ, Boeot. for ἰατρός, Stratt.47.5.
German (Pape)
[Seite 858] ὁ, bei den Böotern der Arzt, wahrscheinlich von σάττω, üdertr., wie ῥάπτης u. ἀκεσιής, Strattis bei Ath. XIV, 622 a. ὁ, der Sack, Ar. Plut. 681.
Greek (Liddell-Scott)
σάκτας: -ου, ὁ, (σάττω) σάκκος, ἔπειτα ταῦτ’ ἤγγιζεν εἰς σάκταν τινὰ Ἀριστοφ. Πλ. 681, Πολυδ. Γ΄, 155, Ι΄, 64. ΙΙ. πρβλ. σάκανδρος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σάκτας· ὁ θύλακος». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
sac.
Étymologie: σάττω.
2α (ὁ) :
médecin.
Étymologie: mot béotien.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. σάκος, θύλακος
2. το γυναικείο αιδοίο, σάκανδρος
3. γιατρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, συγκεντρώνω, τακτοποιώ» (για το θ. σακ- βλ. λ. σάττω) + κατάλ. –τᾱς. Η λ. ανάγεται στο ρ. σάττω λόγω του ότι στον σάκο συγκεντρώνονται, στοιβάζονται τα πράγματα, έχει συνδεθεί, όμως, παρετυμολογικώς με την λ. σάκκος. Ο τ. έχει χρησιμοποιηθεί πιθ. και για το γυναικείο αιδοίο, καθώς και ως κωμικός όρος στην Βοιωτική για τον γιατρό, πιθ. με σημ. «αυτός που τακτοποιεί»].
Greek Monotonic
σάκτας: -ου, ὁ (σάττω), σάκος, σακί, ταγάρι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σάκτας: ου ὁ мешок Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σάκτας -ου, ὁ [σάττω] zak, tas.
Frisk Etymological English
See also: s. σάττω.
Frisk Etymology German
σάκτας: {sáktas}
See also: s. σάττω.
Page 2,672