τριστάτης: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(42) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tristatis | |Transliteration C=tristatis | ||
|Beta Code=trista/ths | |Beta Code=trista/ths | ||
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, <span class="sense" | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">one who stands next to the king and queen, vizier</b>, <span class="bibl">LXX<span class="title">4 Ki.</span>7.2</span>, al., cf. Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:15, 12 December 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A one who stands next to the king and queen, vizier, LXX4 Ki.7.2, al., cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
τριστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ἀμέσως μετὰ τὸν βασιλέα καὶ τὴν βασίλισσαν, πρωθυπουργός, Τουρκ. «βεζίρης», Ἑβδ. (Δ΄ Βασ. Ζ΄, 2, πρβλ. Δαν. Ε΄, 29). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 29.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
1. ανώτατος αξιωματούχος, αμέσως μετά τον βασιλιά και τη βασίλισσα
2. αυτός που κατέχει την τρίτη θέση στην ιεραρχία
μσν.
κεντυρίων, εκατόνταρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -στάτης (< ἵστημι), πρβλ. τριτο-στάτης].