ὀσχοφόρια: Difference between revisions
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oschoforia | |Transliteration C=oschoforia | ||
|Beta Code=o)sxofo/ria | |Beta Code=o)sxofo/ria | ||
|Definition=τά, ὀσχο-φόριον, τό, ὀσχο-φόροι, οἱ, etc., <span class="sense" | |Definition=τά, ὀσχο-φόριον, τό, ὀσχο-φόροι, οἱ, etc., <span class="sense"> <span class="bld">A</span> v. [[ὠσχ-]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:40, 13 December 2020
English (LSJ)
τά, ὀσχο-φόριον, τό, ὀσχο-φόροι, οἱ, etc., A v. ὠσχ-.
German (Pape)
[Seite 401] τά, auch ὠσχοφόρια, ein Fest in Athen, ein Tag des σκίρα-Festes, an welchem zwei (nach B. A. 318) dazu erwählte Bürgersöhne in weiblicher Kleidung Weinranken mit Trauben, ὄσχοι od. ὦσχοι, in den Händen tragend aus dem Tempel des Bacchus in den der Athene σκιράς zogen, Plut. Thes. 22 u. Sp., wie Alciphr. 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὀσχοφόρια: ἢ ὠσχ-, τά, μία τῶν ἡμερῶν τῆς Ἀθηναϊκῆς ἑορτῆς Σκίρα, καθ’ ἣν παῖδες εὐγενεῖς ἡβῶντες, ἐν γυναικείᾳ περιβολῇ φέροντες κλάδους ἀμπέλων βοτρυοφόρων (ἴδε ὄσχος) μετέβαινον ἐν πομπῇ ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ Διονύσου εἰς τὸν τῆς Σκιράδος Ἀθηνᾶς, Φιλόχορ. 44, Πλουτ. Θησ. 22, Ἀθήν. 495F. Ἀλκίφρων 1. 4., 3. 1· - ὀσχοφόριον, τό, τὸ τῆς Σκιράδος Ἀθηνᾶς ἱερὸν ἐν Φαλήρῳ, Ἡσύχ. (ἔνθα: ὠσχοφ-), Α. Β. 318, κτλ.· - ὀσχοφόροι, οἱ, οἱ παῖδες οἱ φέροντες τοὺς ὄσχους, Ὑπερείδ. καὶ Φιλόχορ. παρ’ Ἁρποκρατ., Ἴστρος 13· - ὀσχοφορέω, ἑορτάζω τὴν ἑορτὴν ὀσχοφόρια, Φώτ.· - ὀσχοφορικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ὀσχοφόρια, Ἀθήνα. 631Β· μέλη ὀσχ. Πολυδ. Δ΄, 53. - Ἁπανταχοῦ τῶν λέξεων τούτων ὁ Ἡσύχιος καὶ ἄλλοι γραμματ. ἔγραφον ὠσχ- ἀντὶ ὀσχ-, καὶ οὗτος ὁ τύπος ὑπάρχει ἐν πολλοῖς Ἀντιγράφ.
French (Bailly abrégé)
Greek Monotonic
ὀσχοφόρια: ή ὠσχ-, τά (φέρω), μια από τις ημέρες της Αθηναϊκής εορτής Σκίρα, κατά την οποία αγόρια που κρατούσαν κλαδιά από αμπέλι φορτωμένα με σταφύλια (βλ. ὄσχος) πορεύονταν σε πομπή από το ναό του Βάκχου σ' εκείνον της Σκιράδος Αθηνάς (Ἀθηνᾶ Σκιράς), σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὀσχοφόρια: или ὠσχοφόρια τά осхофории (шествие одетых в женское платье юношей с виноградными ветвями и кистями из храма Вакха в храм Ἀθηνᾶ Σκιράς во время афинского празднества Σκίρα) Plut.
Middle Liddell
φέρω
one day of the Athen. festival Σκίρα, on which boys, carrying vine-branches loaded with grapes (v. ὄσχοσ), went in procession from the temple of Bacchus to that of Ἀθηνᾶ Σκιράς, Plut.