ταυρηλάτης: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ου, ὁ,</b>" to "ᾰ], ου, ὁ,") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tavrilatis | |Transliteration C=tavrilatis | ||
|Beta Code=taurhla/ths | |Beta Code=taurhla/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[ταυρελάτης]] <span class="bibl">1</span>, <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>321.19</span> (ii A.D.), etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ταυρελάτης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί βόδια, [[βουκόλος]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] στη [[Θεσσαλία]]) [[ιππέας]] που μετείχε [[κατά]] τρόπο ενεργό στα [[ταυροκαθάψια]], [[έφιππος]] [[ταυρομάχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>στρατ</i>-<i>ηλάτης</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |mltxt=και [[ταυρελάτης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί βόδια, [[βουκόλος]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] στη [[Θεσσαλία]]) [[ιππέας]] που μετείχε [[κατά]] τρόπο ενεργό στα [[ταυροκαθάψια]], [[έφιππος]] [[ταυρομάχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>στρατ</i>-<i>ηλάτης</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 25 December 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A = ταυρελάτης 1, PFlor.321.19 (ii A.D.), etc.
Greek Monolingual
και ταυρελάτης, ὁ, Α
1. αυτός που οδηγεί βόδια, βουκόλος
2. (ιδίως στη Θεσσαλία) ιππέας που μετείχε κατά τρόπο ενεργό στα ταυροκαθάψια, έφιππος ταυρομάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ-ηλάτης, με έκταση λόγω συνθέσεως].