γάλοως: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   " to "")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=galoos
|Transliteration C=galoos
|Beta Code=ga/lows
|Beta Code=ga/lows
|Definition=[ᾰ], ἡ, gen. [[γάλοω]], dat. sg. and nom. pl. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> γαλόῳ <span class="bibl">Il.3.122</span>, <span class="bibl">22.473</span>: Att. γάλως, gen. [[γάλω]] Hdn.Gr.<span class="bibl">2.236</span> (also gen. [[γάλωτος]] acc. to <span class="bibl"><span class="title">EM</span>220.18</span>):—[[husband's sister]] or <b class="b2">brother's wife, sister-in-law</b>, <span class="bibl">Il. 6.378</span>, al. (Cf. Lat. <b class="b2">glōs</b>, Phryg. γέλαρος· <b class="b3">ἀδελφοῦ γυνή</b>, Hsch.) </span>
|Definition=[ᾰ], ἡ, gen. [[γάλοω]], dat. sg. and nom. pl. <span class="sense"><span class="bld">A</span> γαλόῳ <span class="bibl">Il.3.122</span>, <span class="bibl">22.473</span>: Att. γάλως, gen. [[γάλω]] Hdn.Gr.<span class="bibl">2.236</span> (also gen. [[γάλωτος]] acc. to <span class="bibl"><span class="title">EM</span>220.18</span>):—[[husband's sister]] or <b class="b2">brother's wife, sister-in-law</b>, <span class="bibl">Il. 6.378</span>, al. (Cf. Lat. <b class="b2">glōs</b>, Phryg. γέλαρος· <b class="b3">ἀδελφοῦ γυνή</b>, Hsch.) </span>
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:44, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάλοως Medium diacritics: γάλοως Low diacritics: γάλοως Capitals: ΓΑΛΟΩΣ
Transliteration A: gáloōs Transliteration B: galoōs Transliteration C: galoos Beta Code: ga/lows

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, gen. γάλοω, dat. sg. and nom. pl. A γαλόῳ Il.3.122, 22.473: Att. γάλως, gen. γάλω Hdn.Gr.2.236 (also gen. γάλωτος acc. to EM220.18):—husband's sister or brother's wife, sister-in-law, Il. 6.378, al. (Cf. Lat. glōs, Phryg. γέλαρος· ἀδελφοῦ γυνή, Hsch.)

Greek Monolingual

γάλοως και γάλως, η (Α)
αδελφή του συζύγου, κουνιάδα ή σύζυγος του αδελφού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ουσ. δηλωτικό συγγένειας, χαρακτηριστικό παράδειγμα διάκρισης μεταξύ τών συγγενών του συζύγου και της συζύγου, σύμφωνα με το ινδοευρ. σύστημα, κατά το οποίο πρέπει να ορίζεται επακριβώς η οικογενειακή κατάσταση. Πιθ. αρχικά να δήλωνε την ανύπαντρη αδελφή του συζύγου. Συνδέεται με λατ. glōs, glōris «αδελφή του συζύγου» (υστερογενώς «σύζυγος του αδελφού»), σλαβ. zŭlŭvα, αρμ. tαl (με t- αντί c-) όλα με την ίδια σημ. Ως προς την κατάληξη, ο αττ. τ. γάλως μοιάζει με τα αττικόκλιτα πάτρως, μήτρως, επίσης ουσ. συγγένειας, ενώ το ομ. γάλοως είχε τελείως διαφορετική κλίση].

Middle Liddell

[deriv. uncertain]
a husband's sister or brother's wife, a sister-in-law, Lat. glos, Il., etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γάλοως -οω, ἡ schoonzus (zuster van de echtgenoot, zelden echtgenote van broer).