δείπνηστος: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " " to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=deipnistos | |Transliteration C=deipnistos | ||
|Beta Code=dei/pnhstos | |Beta Code=dei/pnhstos | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[meal-time]], <span class="bibl">Od.17.170</span>; δ. ἀκρόνυχος <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span> 761</span> (v.l. [[-ητός]]). (Acc. to some Gramm., [[δειπνηστός]] (sc. [[καιρός]]) = [[meal-time]], [[δείπνηστος]] = [[meal]], <span class="bibl">Eust.1814.36</span>.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:25, 29 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A meal-time, Od.17.170; δ. ἀκρόνυχος Nic.Th. 761 (v.l. -ητός). (Acc. to some Gramm., δειπνηστός (sc. καιρός) = meal-time, δείπνηστος = meal, Eust.1814.36.)
German (Pape)
[Seite 540] ὁ, oder δειπνηστός, die Zeit des δεῖπνον, vgl. s. v. v. δεῐπνον und δειπνέω. Homer einmal, Odyss. 17, 170 ἀλλ' ὅτε δὴ δείπνηστος ἔην, als die Zeit des Mittagessens da war, var. lect. δειπνητός, s. Scholl., in denen auch der Accent erörtert wird. – Nic. Th. 761.
Greek (Liddell-Scott)
δείπνηστος: (οὐχί δείπνιστος), ὁ, ὥρα τοῦ δείπνου, Ὀδ. Ρ. 170· Σχ. αὐτόθι· «ὀξυτόνως μὲν (δειπνηστὸς) τὸ δεῖπνον, βαρυτόνως δὲ (δείπνηστος) ὁ καιρὸς τοῦ δείπνου», ἴδε Spitzn. Exc. XXX. εἰς Ἰλ.)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
l’heure du principal repas, càd le milieu du jour.
Étymologie: δειπνέω.
English (Autenrieth)
(δειπνέω): meal-time (afternoon), Od. 17.170†.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): -στός Eust.1814.32, 37
la hora de comer, el mediodía ὅτε δὴ δ. ἔην Od.17.170, cf. EM 262.45G., Eust.ll.cc.
Greek Monolingual
δείπνηστος και δειπνηστός, ο (Α)
η ώρα του δείπνου, του βραδινού φαγητού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + (θ.) εδ- (του ρ. εσθίω «τρώγω» — πρβλ. άρι-σ-τον). Το -η- του τύπου είναι προϊόν του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. δορπ- ηστός)].
Russian (Dvoretsky)
δείπνηστος: или δειπνηστός ὁ обеденное время Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δείπνηστος -ου, ὁ [δεῖπνον] etenstijd.