Λῆναι: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Λῆναι]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> στην Αρκαδ., Ληναί, αἱ (Α)<br />οι Βάκχες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. <i>λῆναι</i> φαίνεται ότι έχει το -<i>η</i>- αρχικό στη [[ρίζα]] του ([[αφού]] δεν μαρτυρείται τ. <i>λᾱναι</i>), [[γεγονός]] που τον διαχωρίζει από τον τ. [[ληνός]] (δωρ. <i>λᾱνός</i>) «[[πατητήρι]]», [[παρά]] την [[ομοιότητα]] τών δύο τύπων. Δοδέντος ότι και τα [[Λήναια]] δεν ήταν γιορτές στις οποίες πατούσαν τα σταφύλια, η [[σύνδεση]] του τ. <i>λῆναι</i> με τον τ. [[ληνός]] οφείλεται πιθ. σε λαϊκή [[ετυμολογία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ληναΐζω]], [[λήναιος]], [[ληναΐτης]], [[Ληναιών]], [[Ληνεύς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>Ληνίς</i> (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[Ληναγέτας]]].
|mltxt=[[Λῆναι]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> στην Αρκαδ., Ληναί, αἱ (Α)<br />οι Βάκχες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. <i>λῆναι</i> φαίνεται ότι έχει το -<i>η</i>- αρχικό στη [[ρίζα]] του ([[αφού]] δεν μαρτυρείται τ. <i>λᾱναι</i>), [[γεγονός]] που τον διαχωρίζει από τον τ. [[ληνός]] (δωρ. <i>λᾱνός</i>) «[[πατητήρι]]», [[παρά]] την [[ομοιότητα]] τών δύο τύπων. Δοδέντος ότι και τα [[Λήναια]] δεν ήταν γιορτές στις οποίες πατούσαν τα σταφύλια, η [[σύνδεση]] του τ. <i>λῆναι</i> με τον τ. [[ληνός]] οφείλεται πιθ. σε λαϊκή [[ετυμολογία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ληναΐζω]], [[λήναιος]], [[ληναΐτης]], [[Ληναιών]], [[Ληνεύς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>Ληνίς</i> (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[Ληναγέτας]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:30, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λῆναι Medium diacritics: Λῆναι Low diacritics: Λήναι Capitals: ΛΗΝΑΙ
Transliteration A: Lē̂nai Transliteration B: Lēnai Transliteration C: Linai Beta Code: *lh=nai

English (LSJ)

( Ληναί Hsch.), αἱ, (A ληνός 1) Bacchanals, Heraclit.14, Str.10.3.10, D.P.702, 1155, Theoc.26 tit. (Arc. acc. to Hsch.)

Greek (Liddell-Scott)

Λῆναι: (ἢ Ληναί, Ἡσύχ.), αἱ, (ληνὸς) Βάκχαι, Στράβ. 468, Διον. Π. 702, 1155, πρβλ. Θεόκρ. 26.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
les Bacchantes.
Étymologie: ληνός.

Greek Monolingual

Λῆναι και, κατά τον Ησύχ. στην Αρκαδ., Ληναί, αἱ (Α)
οι Βάκχες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. λῆναι φαίνεται ότι έχει το -η- αρχικό στη ρίζα του (αφού δεν μαρτυρείται τ. λᾱναι), γεγονός που τον διαχωρίζει από τον τ. ληνός (δωρ. λᾱνός) «πατητήρι», παρά την ομοιότητα τών δύο τύπων. Δοδέντος ότι και τα Λήναια δεν ήταν γιορτές στις οποίες πατούσαν τα σταφύλια, η σύνδεση του τ. λῆναι με τον τ. ληνός οφείλεται πιθ. σε λαϊκή ετυμολογία.
ΠΑΡ. αρχ. ληναΐζω, λήναιος, ληναΐτης, Ληναιών, Ληνεύς
αρχ.-μσν.
Ληνίς (Ι).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. Ληναγέτας].

Greek Monotonic

Λῆναι: αἱ (ληνός), Βάκχες, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

Λῆναι: ῶν αἱ лены, т. е. вакханки Anth.

Middle Liddell

Λῆναι, ῶν, αἱ, ληνός
Bacchanals, Theocr.