αίθριος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο (Α [[αἴθριος]], -ία, -ιον)<br /><b>1.</b> (για τον ουρανό και τον καιρό) [[καθαρός]], [[ανέφελος]], [[λαμπρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ. λ.</b> [[αίθριο]], το<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί την [[αιθρία]]<br />λέγεται για τους ανέμους και [[κυρίως]] για τον βοριά<br /><b>2.</b> ως επίθ. του [[Διός]]<br /><b>3.</b> [[διάφανος]], [[διαυγής]]: «[[αἴθριος]] [[πάγος]]» (Σοφοκλής)<br /><b>4.</b> [[υπαίθριος]], [[ψυχρός]], [[παγερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἶθρος]] [[αἰθήρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αἴθριο</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιθριότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[υπαίθριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αἰθριοκοιτῶ</i>].
|mltxt=-ια, -ιο (Α [[αἴθριος]], -ία, -ιον)<br /><b>1.</b> (για τον ουρανό και τον καιρό) [[καθαρός]], [[ανέφελος]], [[λαμπρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ. λ.</b> [[αίθριο]], το<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί την [[αιθρία]]<br />λέγεται για τους ανέμους και [[κυρίως]] για τον βοριά<br /><b>2.</b> ως επίθ. του [[Διός]]<br /><b>3.</b> [[διάφανος]], [[διαυγής]]: «[[αἴθριος]] [[πάγος]]» (Σοφοκλής)<br /><b>4.</b> [[υπαίθριος]], [[ψυχρός]], [[παγερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἶθρος]] [[αἰθήρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αἴθριο</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιθριότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[υπαίθριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αἰθριοκοιτῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ια, -ιο (Α αἴθριος, -ία, -ιον)
1. (για τον ουρανό και τον καιρό) καθαρός, ανέφελος, λαμπρός
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. αίθριο, το
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί την αιθρία
λέγεται για τους ανέμους και κυρίως για τον βοριά
2. ως επίθ. του Διός
3. διάφανος, διαυγής: «αἴθριος πάγος» (Σοφοκλής)
4. υπαίθριος, ψυχρός, παγερός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἶθρος αἰθήρ.
ΠΑΡ. αρχ. αἴθριο
νεοελλ.
αιθριότητα.
ΣΥΝΘ. υπαίθριος
αρχ.
αἰθριοκοιτῶ].