ακαματεύω: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ακαματεύγω<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ακαμάτης]], [[τεμπέλης]]<br />«[[άλλος]] εμάζευε ελιές κι [[άλλος]] ακαμάτευε»<br /><b>2.</b> (για κοπάδια) [[κάθομαι]] στον ίσκιο, [[σταλίζω]], [[σταλιάζω]]<br /><b>3.</b> ξεκουράζομαι το [[μεσημέρι]], <b>βλ.</b> [[ακαμάτεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακαμάτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαμάτεμα]]].
|mltxt=και ακαματεύγω<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ακαμάτης]], [[τεμπέλης]]<br />«[[άλλος]] εμάζευε ελιές κι [[άλλος]] ακαμάτευε»<br /><b>2.</b> (για κοπάδια) [[κάθομαι]] στον ίσκιο, [[σταλίζω]], [[σταλιάζω]]<br /><b>3.</b> ξεκουράζομαι το [[μεσημέρι]], <b>βλ.</b> [[ακαμάτεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακαμάτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαμάτεμα]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

και ακαματεύγω
1. είμαι ή γίνομαι ακαμάτης, τεμπέλης
«άλλος εμάζευε ελιές κι άλλος ακαμάτευε»
2. (για κοπάδια) κάθομαι στον ίσκιο, σταλίζω, σταλιάζω
3. ξεκουράζομαι το μεσημέρι, βλ. ακαμάτεμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακαμάτης.
ΠΑΡ. ακαμάτεμα].