ακάθαρτος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάθαρτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[καθαρός]], ο [[βρόμικος]], ο λερωμένος<br /><b>2.</b> (για τον αέρα) ο μολυσμένος<br /><b>3.</b> [[ακάθαρτος]] στην [[ψυχή]], διεφθαρμένος<br /><b>4.</b> αυτός που δεν έχει καθαρθεί, δεν έχει εξαγνιστεί<br /><b>5.</b> (για υγρά ή [[στερεά]]) [[εκείνος]] που περιέχει ξένες ή περιττές ουσίες, ο [[ακαθάριστος]]<br /><b>6.</b> (Εκκλ. φρ.) «ακάθαρτον [[πνεύμα]]» — ο [[διάβολος]]<br />(ΜΝ) (για ζώα και πτηνά) αυτός που δεν τρώγεται το [[κρέας]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καθαρθεί με το [[βάπτισμα]], ο [[αβάφτιστος]] (αποδίδεται σε Ιουδαίους και Μωαμεθανούς)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) [[εκείνη]] που βρίσκεται στην περίοδο της εμμήνου ροής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει καθαρθεί με ειδική [[τελετουργία]]<br /><b>2.</b> (για τροφές) η απαγορευμένη από τον Μωσαϊκό Νόμο<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτή που παρουσιάζει [[καθυστέρηση]] στην [[εμμηνορρυσία]]<br /><b>4.</b> (για συμβάντα) όποιο δεν έχει ξεκαθαρίσει και παραμένει ανεξήγητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>καθαρτός</i> <span style="color: red;"><</span> [[καθαίρω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαθαρσία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκαθαρτίζομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακαθαρτοφαγία]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάθαρτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[καθαρός]], ο [[βρόμικος]], ο λερωμένος<br /><b>2.</b> (για τον αέρα) ο μολυσμένος<br /><b>3.</b> [[ακάθαρτος]] στην [[ψυχή]], διεφθαρμένος<br /><b>4.</b> αυτός που δεν έχει καθαρθεί, δεν έχει εξαγνιστεί<br /><b>5.</b> (για υγρά ή [[στερεά]]) [[εκείνος]] που περιέχει ξένες ή περιττές ουσίες, ο [[ακαθάριστος]]<br /><b>6.</b> (Εκκλ. φρ.) «ακάθαρτον [[πνεύμα]]» — ο [[διάβολος]]<br />(ΜΝ) (για ζώα και πτηνά) αυτός που δεν τρώγεται το [[κρέας]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καθαρθεί με το [[βάπτισμα]], ο [[αβάφτιστος]] (αποδίδεται σε Ιουδαίους και Μωαμεθανούς)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) [[εκείνη]] που βρίσκεται στην περίοδο της εμμήνου ροής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει καθαρθεί με ειδική [[τελετουργία]]<br /><b>2.</b> (για τροφές) η απαγορευμένη από τον Μωσαϊκό Νόμο<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτή που παρουσιάζει [[καθυστέρηση]] στην [[εμμηνορρυσία]]<br /><b>4.</b> (για συμβάντα) όποιο δεν έχει ξεκαθαρίσει και παραμένει ανεξήγητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>καθαρτός</i> <span style="color: red;"><</span> [[καθαίρω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαθαρσία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκαθαρτίζομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακαθαρτοφαγία]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάθαρτος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι καθαρός, ο βρόμικος, ο λερωμένος
2. (για τον αέρα) ο μολυσμένος
3. ακάθαρτος στην ψυχή, διεφθαρμένος
4. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, δεν έχει εξαγνιστεί
5. (για υγρά ή στερεά) εκείνος που περιέχει ξένες ή περιττές ουσίες, ο ακαθάριστος
6. (Εκκλ. φρ.) «ακάθαρτον πνεύμα» — ο διάβολος
(ΜΝ) (για ζώα και πτηνά) αυτός που δεν τρώγεται το κρέας του
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καθαρθεί με το βάπτισμα, ο αβάφτιστος (αποδίδεται σε Ιουδαίους και Μωαμεθανούς)
2. (για γυναίκα) εκείνη που βρίσκεται στην περίοδο της εμμήνου ροής
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει καθαρθεί με ειδική τελετουργία
2. (για τροφές) η απαγορευμένη από τον Μωσαϊκό Νόμο
3. (για γυναίκα) αυτή που παρουσιάζει καθυστέρηση στην εμμηνορρυσία
4. (για συμβάντα) όποιο δεν έχει ξεκαθαρίσει και παραμένει ανεξήγητο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + καθαρτός < καθαίρω.
ΠΑΡ. ακαθαρσία
αρχ.
ἀκαθαρτίζομαι.
ΣΥΝΘ. ακαθαρτοφαγία].