ἀκαθαρτίζομαι
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
to be ceremonially unclean, v.l. ib. 14.36.
Spanish (DGE)
ser ritualmente impuro Al.Le.14.36.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαθαρτίζομαι: γίνομαι ἀκάθαρτος, Ἑβδ. Λευϊτ. ιδ΄, 36.
Greek Monolingual
ἀκαθαρτίζομαι (Α) ἀκάθαρτος
είμαι ακάθαρτος, δεν έχω εξαγνιστεί με την κατάλληλη τελετουργία.