εἰκονογραφία: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eikonografia | |Transliteration C=eikonografia | ||
|Beta Code=ei)konografi/a | |Beta Code=ei)konografi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sketch]], [[description]], <span class="bibl">Str.15.1.69</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 01:30, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A sketch, description, Str.15.1.69.
German (Pape)
[Seite 727] ἡ, Abbildung, Darstellung, Strab. XV p. 718.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκονογρᾰφία: ἡ, εἰκών, περιγραφή, Στράβων 718.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 imagen, estatua ἐν ... ταῖς ... ἁγίαις εἰκονογραφίαις προσκυνοῦσιν αὐτόν (τὸν Θεόν) Anon.Hier.Luc.2.82.
2 ret. descripción τὴν δὲ λοιπὴν εἰκονογραφίαν παρ' ἐκείνου ληπτέον Str.15.1.69, cf. Dion.Ar.CH 15.9, def. como ὅταν κατὰ τὴν ἀπόδοσιν τῆς μορφῆς ὁμοιώσεως ἐφάπτηται Plb.Rh.p.108.15.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εἰκονογραφία)
νεοελλ.
1. η ζωγραφική απεικόνιση θρησκευτικών θεμάτων («βυζαντινή εικονογραφία»)
2. η τέχνη ή το έργο του εικονογράφου
3. προσωπογραφία
4. αναπαράσταση με εικόνες
5. διακόσμηση (π.χ. βιβλίου) με εικόνες