κελύφανον: Difference between revisions
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kelyfanon | |Transliteration C=kelyfanon | ||
|Beta Code=kelu/fanon | |Beta Code=kelu/fanon | ||
|Definition=[<b class="b3">ῡ], τό,</b> <span class="sense"> | |Definition=[<b class="b3">ῡ], τό,</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κέλυφος]], Lyc.89, Luc.<span class="title">VH</span>2.38 (dub.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:25, 30 December 2020
English (LSJ)
[ῡ], τό, A = κέλυφος, Lyc.89, Luc.VH2.38 (dub.).
German (Pape)
[Seite 1416] τό, = κελύφη; VLL. erkl. λεπίσματα τῶν τραγημάτων, vgl. Luc. V. H. 2, 38. Bei Lycophr. 89 Eierschaale.
Greek (Liddell-Scott)
κελύφᾰνον: ῡ, τό, = κέλυφος, κελυφάνῳ ὠστρακωμένην, ἔνθα ὁ Σχολ. «τῷ ὑμένι τοῦ ᾠοῦ περιβεβλημένην», Λυκόφρ. 89, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 38· «κελύφανα· λεπίσματα» Ἡσύχ., «τῶν τραγημάτων» προστίθησιν ὁ Φώτ.· «κελύφανον, ἐπὶ τῶν τραγημάτων καὶ τῶν ὀσπρίων» Ἀμμών. σ. 81.
Greek Monolingual
κελύφανον, τὸ (Α)
το κέλυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλυφος + κατάλ. -ανον (πρβλ. έδρ-ανον, όργ-ανον)].
Greek Monotonic
κελύφᾰνον: [ῡ], τό, κέλυφος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κελύφᾰνον: (ῡ) τό Luc., v. l. = κέλυφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελύφανον -ου, τό [κέλυφος] dop:. κελύφανα καρύων notendoppen Luc. 14.38.
Middle Liddell
κελύ¯φᾰνον, ου, τό, = κέλυφος, Luc.]