παυσίπονος: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pafsiponos | |Transliteration C=pafsiponos | ||
|Beta Code=pausi/ponos | |Beta Code=pausi/ponos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ending toil]] or [[hardship]], c. gen., <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>451</span> (lyr.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1321</span> (lyr.); παυσιπόνῳ λάθας πόματι <span class="title">Epigr.Gr.</span>244.10 (Cyzic.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:36, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, A ending toil or hardship, c. gen., E.IT451 (lyr.), Ar.Ra.1321 (lyr.); παυσιπόνῳ λάθας πόματι Epigr.Gr.244.10 (Cyzic.).
German (Pape)
[Seite 538] Arbeit, Mühe, Drangsal lindernd; δουλείας παυσίπονος, Eur. I. T. 451; vgl. Ar. Ran. 1321.
Greek (Liddell-Scott)
παυσίπονος: -ον, ὁ καταπαύων τοὺς πόνους, μετὰ γεν., Εὐρ. Ι. Τ. 451, Ἀριστοφ. Βατρ. 1321· λάθας παυσιπόνῳ πόματι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 244. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui met fin aux peines, aux douleurs.
Étymologie: παύω, πόνος.
Greek Monolingual
-η, -ο / παυσίπονος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παυσίπονα
(ενν. φάρμακα) ομάδα φαρμάκων τα οποία μειώνουν το αίσθημα του πόνου και τών οποίων η χημική σύσταση και η δράση είναι ποικίλη
αρχ.
αυτός που καταπαύει ή καταπραΰνει τον μόχθο, τον κάματο («βότρυος ἕλικα παυσίπονον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + πόνος (πρβλ. λυσί-πονος)].
Greek Monotonic
παυσίπονος: -ον, αυτός που καταπαύει, που κατευνάζει τον πόνο, με γεν., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
παυσίπονος: (ῐ) унимающий страдания (βότρυος ἕλιξ Arph.): δουλείας π. Eur. кладущий конец мучениям рабства.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παυσίπονος -ον [παύω, πόνος] aan de beproeving een einde makend.