συγκατατάσσω: Difference between revisions
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkatatasso | |Transliteration C=sygkatatasso | ||
|Beta Code=sugkatata/ssw | |Beta Code=sugkatata/ssw | ||
|Definition=Att. συγκατατάττω, <span class="sense"> | |Definition=Att. συγκατατάττω, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[arrange]] or [[draw up together]], τινὰς εἰς τὴν φάλαγγα <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span> 6.3.32</span>: metaph., σ. τινὰ εἰς τὴν ἑαυτῶν φιλίαν <span class="bibl">Polyaen.5.2.22</span>; [[take into account]], τὴν πρώτην ἡμέραν . . <span class="bibl">Ph.1.692</span>; [[classify with]], <span class="bibl">Paul.Aeg. 2.11</span>:—Pass., [[range oneself beside]], μετὰ Ἀθηναίων <span class="title">IG</span>22.237.12 (iv B.C.): metaph., to [[be arranged harmoniously]], <span class="bibl">M.Ant.7.9</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:05, 31 December 2020
English (LSJ)
Att. συγκατατάττω, A arrange or draw up together, τινὰς εἰς τὴν φάλαγγα X.Cyr. 6.3.32: metaph., σ. τινὰ εἰς τὴν ἑαυτῶν φιλίαν Polyaen.5.2.22; take into account, τὴν πρώτην ἡμέραν . . Ph.1.692; classify with, Paul.Aeg. 2.11:—Pass., range oneself beside, μετὰ Ἀθηναίων IG22.237.12 (iv B.C.): metaph., to be arranged harmoniously, M.Ant.7.9.
German (Pape)
[Seite 966] att. -ττω, mit od. zugleich anordnen, Xen. Cyr. 6, 3, 32.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατατάσσω: Ἀττικ. -ττω, κατατάσσω ὁμοῦ, συγχρόνως, τινὰς εἰς τὴν φάλαγγα Ξεν. Κύρ. 6. 3, 32· μεταφορ., σ. τινὰ εἰς τὴν ἑαυτοῦ φιλίαν Πολύαιν. 5, 2, 22. ― Παθ., κατατάσσομαι ἁρμονικῶς, Μᾶρκ. Ἀντων. 7. 9.
French (Bailly abrégé)
disposer avec ou ensemble ; Pass. être disposé harmonieusement.
Étymologie: σύν, κατατάσσω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ και αττ. τ. συγκα
τατάττω Α
1. κατατάσσω μαζί με άλλους ή με άλλα («τὴν τῶν ἱππέων χιλιοστὺν... μὴ συγκαταταττετε εἰς τὴν φάλαγγα», Ξεν.)
2. μτφ. συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ («πρὸς αιμορραγίας ἰάσεις συγκατατάττει», Φώτ.)
αρχ.
παθ. συγκατατάσσομαι
κατατάσσομαι αρμονικά («συγκατέτακται γάρ, καὶ συγκοσμεῑ τὸν αὐτὸν κόσμον», Μάρκ. Αυρ.).
Greek Monotonic
συγκατατάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κατατάσσω ή διευθετώ από κοινού, συγκαταλέγω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συγκατατάσσω: атт. συγκατατάττω совместно строить, размещать (τὴν χιλιοστὺν εἰς τὴν φάλαγγα Xen.): σ. τί τινι εἰς τὸ πρόβλημα Plut. включать что-л. вместе с чем-л. в рассмотрение вопроса.