συμβουλία: Difference between revisions
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symvoulia | |Transliteration C=symvoulia | ||
|Beta Code=sumbouli/a | |Beta Code=sumbouli/a | ||
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"> | |Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[advice]] or [[counsel given]], esp. in public affairs, <span class="bibl">Hdt.3.125</span>, <span class="bibl">4.97</span>, al., <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.3.4</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cyr.</span>1.6.2</span>; <b class="b3">ἡ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ σ</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1284a27</span>; [[advice]] of an oracle, <b class="b3">ἡ τοῦ Ἀπόλλωνος σ</b>. <span class="title">SIG</span>633.19 (Milet., ii B.C.), cf. 590.14 (ibid., ii B.C.): pl., [[counsels]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.6.2</span>, <span class="bibl">D.19.5</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[counsel]], [[consultation]], <b class="b3">λαβεῖν τινα εἰς σ</b>. <span class="bibl">Men.<span class="title">Mon.</span>355</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[prescription]], [[recipe]] for a charm, Cyran.16.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:10, 31 December 2020
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A advice or counsel given, esp. in public affairs, Hdt.3.125, 4.97, al., X.Mem.1.3.4, Cyr.1.6.2; ἡ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ σ. Arist.Pol.1284a27; advice of an oracle, ἡ τοῦ Ἀπόλλωνος σ. SIG633.19 (Milet., ii B.C.), cf. 590.14 (ibid., ii B.C.): pl., counsels, X.Cyr.1.6.2, D.19.5, etc. II counsel, consultation, λαβεῖν τινα εἰς σ. Men.Mon.355. III prescription, recipe for a charm, Cyran.16.
German (Pape)
[Seite 980] ἡ, ion. συμβουλίη, Rath; Her. 4, 97. 7, 135 u. öfter; Plat. Legg. XII, 965 a; Xen. Mem. 1, 3, 4; Sp., wie Pol. 5, 12, 6.
Greek (Liddell-Scott)
συμβουλία: ἡ, Ἰων -ίη, ἡ, συμβουλὴ ἢ συμβουλὴ δοθεῖσα, μάλιστα περὶ δημοσίων πραγμάτων, Ἡρόδ. 3. 1, 125., 4. 97, κ. ἀλλαχ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 4· ἡ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ σ. Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 16· ἐν τῷ πληθ., συμβουλαί, νουθεσίαι, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 2, Δημ. 342. 29. ΙΙ. σύσκεψις, λαβεῖν τινα εἰς σ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 355. Πρβλ. συμβουλή.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
conseil.
Étymologie: σύμβουλος.
English (Slater)
συμβουλία
1 advice τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' Ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 3.
Greek Monolingual
και συμβουλεία και ιων. τ. συμβουλίη, ἡ, ΜΑ σύμβουλος / συμβουλεύω
σύσκεψη, ανταλλαγή απόψεων και υποδείξεων
αρχ.
1. συμβουλή για δημόσια πράγματα («ἡ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ συμβουλία», Αριστοτ.)
2. χρησμός
3. παράγγελμα.
Greek Monotonic
συμβουλία: Ιων. -ίη, ἡ (βουλή), συμβουλή ή παραίνεση που έχει παρασχεθεί, σε Ηρόδ., Ξεν.· στον πληθ., συμβουλές, νουθεσίες, ορμήνειες, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συμβουλία: ион. συμβουλίη ἡ Her., Xen., Arst., Dem., Men. = συμβουλή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμβουλία -ας, ἡ, ook ξυμβουλία, Ion. συμβουλίη [σύμβουλος] raad(geving), advies; met dat. aan iem.
Middle Liddell
συμ-βουλία, ἡ, βουλή
advice or counsel given, Hdt., Xen.; in pl. counsels, Xen.