τίλος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tilos
|Transliteration C=tilos
|Beta Code=ti/los
|Beta Code=ti/los
|Definition=ὁ, (τίλλω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[anything plucked]]: <b class="b3">οἱ τίλοι</b> [[the fine hair of the eyebrows]], <span class="bibl">Poll.2.50</span>; also <b class="b3">τιλ[λ]ά· πτερά</b>, Hsch.</span>
|Definition=ὁ, (τίλλω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[anything plucked]]: <b class="b3">οἱ τίλοι</b> [[the fine hair of the eyebrows]], <span class="bibl">Poll.2.50</span>; also <b class="b3">τιλ[λ]ά· πτερά</b>, Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:28, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίλος Medium diacritics: τίλος Low diacritics: τίλος Capitals: ΤΙΛΟΣ
Transliteration A: tílos Transliteration B: tilos Transliteration C: tilos Beta Code: ti/los

English (LSJ)

ὁ, (τίλλω) A anything plucked: οἱ τίλοι the fine hair of the eyebrows, Poll.2.50; also τιλ[λ]ά· πτερά, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1114] ὁ, alles klein Gerupfte, Flocken, Fasern; bes. heißen die kleinen seinen Haare der Augenbrauen τίλοι, auch τὰ τίλα, Poll. 2, 50.

Greek Monolingual

(II)
ο / τῑλος, ΝΑ
τίλημα, τσίρλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τῖλος, συνδέεται με τ. της Ινδοευρωπαϊκής που εμφανίζουν όμως διαφορά στο επίθημα: αρμ. t ' rik' «κόπρος», αγγλοσαξ. pĩnan «υγραίνομαι», αρχ. σλαβ. ti-na «λάσπη», αρχ. σλαβ. timeno «έλος, τέλμα». Η λ. συνδέεται πιθ. και με τη λ. τῖ-φ-ος. Η σύνδεση, τέλος, της λ. με την οικογένεια του ρ. τήκω «λειώνω» προσκρούει τόσο σε μορφολογικές όσο και σε σημασιολογικές δυσχέρειες].