φλεβώδης: Difference between revisions
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=flevodis | |Transliteration C=flevodis | ||
|Beta Code=flebw/dhs | |Beta Code=flebw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense"> | |Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[full of veins]], or [[with large veins]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>4.40</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>494a7</span>,<span class="bibl">582a15</span>; of plants, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.5.3</span>: Sup. -έστατος <span class="bibl">Arist.<span class="title">Spir.</span>484a4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[like a vein]], ἀρτηρία <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>6.10</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:20, 31 December 2020
English (LSJ)
ες, A full of veins, or with large veins, Hp.Morb.4.40, Arist.HA494a7,582a15; of plants, Thphr.HP1.5.3: Sup. -έστατος Arist.Spir.484a4. II like a vein, ἀρτηρία Gal.UP6.10.
German (Pape)
[Seite 1290] ες, aderartig, -ähnlich, – voll von Adern, Arist. H. A. 7, 1, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
φλεβώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης φλεβῶν, ἢ ἔχων μεγάλας φλέβας, Σιμωνίδ. 3. 17, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5., 7. 1, 15, κ. ἀλλ.· φλεβωδέστατος ὁ αὐτ. περὶ Πνεύματ. 5. 11.
Greek Monolingual
-ες / φλεβώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φλέψ, φλεβός]
1. όμοιος με φλέβα
2. αυτός που έχει πολλές φλέβες («σάρξ νευρώδης ἢ φλεβώδης», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «φλεβώδης γωνία»
ανατ. η συμβολή τών φλεβών έσω σφαγίτιδας και υποκλείδειας, όπου εκβάλλουν οι θωρακικοί πόροι, αριστερά ο μείζων και δεξιά ο ελάσσων
β) «φλεβώδεις κόλποι»
(ανατ.-φυσιολ.) αναδιπλώσεις της σκληράς μήνιγγας, μέσα στις οποίες κυκλοφορεί το φλεβικό αίμα της κρανιακής κοιλότητας.
Russian (Dvoretsky)
φλεβώδης: пронизанный (богатый) кровеносными сосудами (σάρξ Arst.).