ἐπίστιος: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epistios | |Transliteration C=epistios | ||
|Beta Code=e)pi/stios | |Beta Code=e)pi/stios | ||
|Definition=ον, Ion. for [[ἐφέστιος]] (q.v.). <span class="sense"><span class="bld">II</span>. | |Definition=ον, Ion. for [[ἐφέστιος]] (q.v.). <span class="sense"><span class="bld">II</span>. [[ἐπίστιος]], [[ἡ]], = [[ἀνίσωμα]], <b class="b3">πίνουσα τὴν ἐ</b>. <span class="bibl">Anacr.90.4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:25, 1 January 2021
English (LSJ)
ον, Ion. for ἐφέστιος (q.v.). II. ἐπίστιος, ἡ, = ἀνίσωμα, πίνουσα τὴν ἐ. Anacr.90.4.
German (Pape)
[Seite 984] ion. = ἐφέστιος, zum Hausheerde gehörig, im Hause aufgenommen, der Gast, Her. 1, 35, Ζεὺς ἐπ. = ξένιος, 1, 44; ἡ ἐπ. κύλιξ, zum Willkommen, Anacr. Ath. X, 447 c; – τὸ ἐπίστιον ist – a) bei Hom. das Schirmdach, unter welchem die aufs Land gezogenen Schiffe standen, Od. 6, 265. Vgl. νεώσοικος u. νεώριον. – b) bei Her. 5, 72. 73 der zu einem Hause gehörige Hausstand, Familie.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίστιος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἐφέστιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne le foyer domestique : Ζεὺς ἐπίστιος Zeus protecteur du foyer domestique ; τὸ ἐπίστιον état d’une maison, d’une famille ; famille.
Étymologie: ἐπί, ἑστία ; ion. c. ἐφέστιος.
Greek Monolingual
ἐπίστιος, -ον (Α)
1. εφέστιος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίστιος
το ανίσωμα. το κρασί που προσέφεραν κατά την υποδοχή ξένου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίστιον
στεγασμένος τόπος όπου φυλάγονταν τα ανελκυσμένα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο Αρίσταρχος ερμηνεύει τη λ. επίστιον «εφέστιος», πράγμα που δημιουργεί προβλήματα, ενώ φαίνεται πιθανότερο να προέρχεται από θ. επι-στα (πρβλ. ίστημι). Το δε θηλ. η επίστιος απαντά ως επίθ. στη λ. κύλιξ και έχει τη σημασία εφέστιος «επί της εστίας», σημασία που προφανώς αποδόθηκε εσφαλμένα και στο ουδ. επίστιον από τον Αρίσταρχο. Η επίστιος κύλιξ «κούπα πάνω στην εστία» αποτελούσε ένδειξη καλής υποδοχής].
Greek Monotonic
ἐπίστιος: -ον, Ιων. αντί ἐφέστιος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίστιος: ион. = ἐφέστιος.