μαστιχέλαιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μαστῐχέλαιον''': τό, μαστίχης [[ἔλαιον]], Διοσκ. 1. 51 (ἐν τῷ λήμματι, δηλ. τῇ ἐπιγραφῇ, [[διότι]] ἐν τῷ κειμένῳ ὁ Διοσκ. καλεῖ αὐτό: μαστίχιον [[[ἔλαιον]]]).
|lstext='''μαστῐχέλαιον''': τό, μαστίχης [[ἔλαιον]], Διοσκ. 1. 51 (ἐν τῷ λήμματι, δηλ. τῇ ἐπιγραφῇ, [[διότι]] ἐν τῷ κειμένῳ ὁ Διοσκ. καλεῖ αὐτό: μαστίχιον ([[ἔλαιον]])).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαστιχέλαιον]], τὸ (Α)<br />[[έλαιο]] το οποίο παράγεται από τη [[μαστίχα]].
|mltxt=[[μαστιχέλαιον]], τὸ (Α)<br />[[έλαιο]] το οποίο παράγεται από τη [[μαστίχα]].
}}
}}

Revision as of 10:35, 10 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστῐχέλαιον Medium diacritics: μαστιχέλαιον Low diacritics: μαστιχέλαιον Capitals: ΜΑΣΤΙΧΕΛΑΙΟΝ
Transliteration A: mastichélaion Transliteration B: mastichelaion Transliteration C: mastichelaion Beta Code: mastixe/laion

English (LSJ)

τό, A mastich-oil, Dsc.1.42 (in lemmate).

Greek (Liddell-Scott)

μαστῐχέλαιον: τό, μαστίχης ἔλαιον, Διοσκ. 1. 51 (ἐν τῷ λήμματι, δηλ. τῇ ἐπιγραφῇ, διότι ἐν τῷ κειμένῳ ὁ Διοσκ. καλεῖ αὐτό: μαστίχιον (ἔλαιον)).

Greek Monolingual

μαστιχέλαιον, τὸ (Α)
έλαιο το οποίο παράγεται από τη μαστίχα.