τητάνιος: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=τητάνιος | |||
|Medium diacritics=τητάνιος | |||
|Low diacritics=τητάνιος | |||
|Capitals=ΤΗΤΑΝΙΟΣ | |||
|Transliteration A=tētánios | |||
|Transliteration B=tētanios | |||
|Transliteration C=titanios | |||
|Beta Code=thta/nios | |||
|Definition=v. [[σητάνειος]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σητάνειος]] και [[σητάνιος]] και δωρ. τ. σατάνιος, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για διάφορους καρπούς και [[κυρίως]] για το [[σιτάρι]]) ο [[φετινός]], αυτής της χρονιάς, [[νέας]] συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ.<br />β. «σητάνεια κρόμμυα»)<br /><b>2.</b> (για [[σιτάρι]]) κοσκινισμένος, καθαρισμένος («...δηλοῑ δὲ ἡ [[λέξις]] τὸν καθαρόν, καὶ σητανείους πυροὺς ἐπετείους...», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[σητάνιον]]<br />το [[φυτό]] [[ἐπιμηλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τῆτες]] / [[σῆτες]] / [[σᾶτες]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αν</i>-<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπηετ</i>-<i>αν</i>-<i>ός</i> «[[φετινός]]»)]. | |mltxt=και [[σητάνειος]] και [[σητάνιος]] και δωρ. τ. σατάνιος, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για διάφορους καρπούς και [[κυρίως]] για το [[σιτάρι]]) ο [[φετινός]], αυτής της χρονιάς, [[νέας]] συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ.<br />β. «σητάνεια κρόμμυα»)<br /><b>2.</b> (για [[σιτάρι]]) κοσκινισμένος, καθαρισμένος («...δηλοῑ δὲ ἡ [[λέξις]] τὸν καθαρόν, καὶ σητανείους πυροὺς ἐπετείους...», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[σητάνιον]]<br />το [[φυτό]] [[ἐπιμηλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τῆτες]] / [[σῆτες]] / [[σᾶτες]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αν</i>-<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπηετ</i>-<i>αν</i>-<i>ός</i> «[[φετινός]]»)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:35, 31 January 2021
English (LSJ)
v. σητάνειος.
Greek Monolingual
και σητάνειος και σητάνιος και δωρ. τ. σατάνιος, -ον, Α
1. (για διάφορους καρπούς και κυρίως για το σιτάρι) ο φετινός, αυτής της χρονιάς, νέας συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ.
β. «σητάνεια κρόμμυα»)
2. (για σιτάρι) κοσκινισμένος, καθαρισμένος («...δηλοῑ δὲ ἡ λέξις τὸν καθαρόν, καὶ σητανείους πυροὺς ἐπετείους...», Ησύχ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σητάνιον
το φυτό ἐπιμηλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆτες / σῆτες / σᾶτες + επίθημα -αν-ιος (πρβλ. ἐπηετ-αν-ός «φετινός»)].