γαλανός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (LSJ2 replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=γαλανός
|Medium diacritics=γαλανός
|Low diacritics=γαλανός
|Capitals=ΓΑΛΑΝΟΣ
|Transliteration A=galanós
|Transliteration B=galanos
|Transliteration C=galanos
|Beta Code=galano/s
|Definition=Doric for [[γαληνός]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] dor. für [[γαλήνη]], [[γαληνός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] dor. für [[γαλήνη]], [[γαληνός]].

Latest revision as of 10:50, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαλανός Medium diacritics: γαλανός Low diacritics: γαλανός Capitals: ΓΑΛΑΝΟΣ
Transliteration A: galanós Transliteration B: galanos Transliteration C: galanos Beta Code: galano/s

English (LSJ)

Doric for γαληνός.

German (Pape)

[Seite 471] dor. für γαλήνη, γαληνός.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό
1. αυτός που έχει το χρώμα του ξάστερου ουρανού ή της ήρεμης θάλασσας
2. ο γαλανομάτης
3. λευκός, άσπρος σαν το γάλα
4. το ουδ. ως ουσ. γαλανό, το
το ζαφείρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανώς < (βυζ.) καλανός < αρχ. καλάινος «αυτός που έχει χρώμα γαλάζιο ανοιχτό έως λευκό». Κατ' άλλους πρόκειται για παρετυμολογικό σχηματισμό από τη λ. γάλα.
(II)
γαλανός, -ή, -όν (δωρ. τ.) (Α)
ο γαληνός.