μελιτόομαι: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(1ba) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μελιτόομαι | |||
|Medium diacritics=μελιτόομαι | |||
|Low diacritics=μελιτόομαι | |||
|Capitals=ΜΕΛΙΤΟΟΜΑΙ | |||
|Transliteration A=melitóomai | |||
|Transliteration B=melitoomai | |||
|Transliteration C=melitoomai | |||
|Beta Code=melito/omai | |||
|Definition=Pass., to [[be sweetened with honey]], [[μήκων]] [[μεμελιτωμένη]] Th. 4.26.<br><b class="num"></b>to [[be filled with honey]], Plu. 2.628d. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελῐτόομαι''': Παθ., ἀναμιγνύομαι μὲ [[μέλι]], γλυκαίνομαι, [[μήκων]] μεμελιτωμένη, μέλιτι μεμιγμένη, Θουκ. 4. 26, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολιαστ. καὶ ἄλλους ἑρμηνευτάς, πρβλ. καὶ Διοσκ. 4, 65. ΙΙ. πληροῦμαι μέλιτος, [[ἀγγεῖον]] μεμελιτωμένον, πλῆρες μέλιτος, Πλούτ. 2. 628C. | |lstext='''μελῐτόομαι''': Παθ., ἀναμιγνύομαι μὲ [[μέλι]], γλυκαίνομαι, [[μήκων]] μεμελιτωμένη, μέλιτι μεμιγμένη, Θουκ. 4. 26, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολιαστ. καὶ ἄλλους ἑρμηνευτάς, πρβλ. καὶ Διοσκ. 4, 65. ΙΙ. πληροῦμαι μέλιτος, [[ἀγγεῖον]] μεμελιτωμένον, πλῆρες μέλιτος, Πλούτ. 2. 628C. |
Latest revision as of 10:59, 31 January 2021
English (LSJ)
Pass., to be sweetened with honey, μήκων μεμελιτωμένη Th. 4.26.
to be filled with honey, Plu. 2.628d.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐτόομαι: Παθ., ἀναμιγνύομαι μὲ μέλι, γλυκαίνομαι, μήκων μεμελιτωμένη, μέλιτι μεμιγμένη, Θουκ. 4. 26, ἔνθα ἴδε Σχολιαστ. καὶ ἄλλους ἑρμηνευτάς, πρβλ. καὶ Διοσκ. 4, 65. ΙΙ. πληροῦμαι μέλιτος, ἀγγεῖον μεμελιτωμένον, πλῆρες μέλιτος, Πλούτ. 2. 628C.
Greek Monotonic
μελῐτόομαι: (μέλι), παρακ. μεμελίτωμαι, Παθ., αποκτώ γλυκιά γεύση με προσθήκη μελιού, σε Θουκ.