ἄλινος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἄλινος
|Medium diacritics=ἄλινος
|Low diacritics=άλινος
|Capitals=ΑΛΙΝΟΣ
|Transliteration A=álinos
|Transliteration B=alinos
|Transliteration C=alinos
|Beta Code=a)/linos
|Definition=ον, (< [[λίνον]]) [[without net]], ἄ. [[θήρα]] game [[not caught with net]], ''AP'' 9.244 (Apollonid.).
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0097.png Seite 97]] ohne Netz, [[θήρα]] Apolloniad. 15 (IX, 244).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0097.png Seite 97]] ohne Netz, [[θήρα]] Apolloniad. 15 (IX, 244).

Revision as of 10:59, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλινος Medium diacritics: ἄλινος Low diacritics: άλινος Capitals: ΑΛΙΝΟΣ
Transliteration A: álinos Transliteration B: alinos Transliteration C: alinos Beta Code: a)/linos

English (LSJ)

ον, (< λίνον) without net, ἄ. θήρα game not caught with net, AP 9.244 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 97] ohne Netz, θήρα Apolloniad. 15 (IX, 244).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans filets.
Étymologie: ἀ, λίνος.

Spanish (DGE)

-ον de almendras ἀ. ἔλαιον Aët.7.69 (var. ἄληνον).
(ἄλῐνος) -ον no cogido con red θήρα AP 9.244 (Apollonid.).

Greek Monolingual

(I)
ἅλινος, -η, -ον (Α) ἅλς
ο κατασκευασμένος από αλάτι, αλατένιος.
(II)
ἄλινος, -ον (Α) λίνον
1. ο χωρίς (λιναρένια) δίχτυα
2. (για θηράματα) αυτό που δεν πιάστηκε με δίχτυ.

Greek Monotonic

ἄλῐνος: (λίνον), αυτός που δεν έχει δίχτυ, ἄλ. θήρα, κυνήγι στο οποιο δεν χρησιμοποιείται δίχτυ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἄλῐνος: без (применения) сетей (θήρα Anth.).

Middle Liddell

λίνον
without a net, ἄλ. θήρα a chase in which no net is used, Anth.