μακροκατάληκτος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
(23) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μακροκατάληκτος | |||
|Medium diacritics=μακροκατάληκτος | |||
|Low diacritics=μακροκατάληκτος | |||
|Capitals=ΜΑΚΡΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ | |||
|Transliteration A=makrokatálēktos | |||
|Transliteration B=makrokatalēktos | |||
|Transliteration C=makrokataliktos | |||
|Beta Code=makrokata/lhktos | |||
|Definition=v. sub [[μακροκαταληκτέω]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[μακροκατάληκτος]], -ον)<br />(για [[λέξη]]) αυτός που καταλήγει σε μακρά [[συλλαβή]], αυτός που έχει τη [[λήγουσα]] μακρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>καταληκτός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καταλήγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[ομοιοκατάληκτος]]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[μακροκατάληκτος]], -ον)<br />(για [[λέξη]]) αυτός που καταλήγει σε μακρά [[συλλαβή]], αυτός που έχει τη [[λήγουσα]] μακρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>καταληκτός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καταλήγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[ομοιοκατάληκτος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:08, 31 January 2021
English (LSJ)
v. sub μακροκαταληκτέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM μακροκατάληκτος, -ον)
(για λέξη) αυτός που καταλήγει σε μακρά συλλαβή, αυτός που έχει τη λήγουσα μακρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + καταληκτός (< καταλήγω), πρβλ. ομοιοκατάληκτος].