στρεβλωτήριος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strevlotirios
|Transliteration C=strevlotirios
|Beta Code=streblwth/rios
|Beta Code=streblwth/rios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[racking]], [[torturing]], Hsch. s.v. [[λυγῶδες]]: [[στρεβλωτήριον]], [[τό]], [[rack]], <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>8.13</span>.</span>
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[racking]], [[torturing]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[λυγῶδες]]: [[στρεβλωτήριον]], [[τό]], [[rack]], <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>8.13</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:51, 1 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεβλωτήριος Medium diacritics: στρεβλωτήριος Low diacritics: στρεβλωτήριος Capitals: ΣΤΡΕΒΛΩΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: streblōtḗrios Transliteration B: streblōtērios Transliteration C: strevlotirios Beta Code: streblwth/rios

English (LSJ)

α, ον, A racking, torturing, Hsch. s.v. λυγῶδες: στρεβλωτήριον, τό, rack, LXX 4 Ma.8.13.

German (Pape)

[Seite 953] folternd, marternd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρεβλωτήριος: -α, -ον, βασανίζων, βασανιστικός, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λύγος· - στρεβλωτήριον, τό, βασανιστήριον, στρέβλη, Ἰωσήπ. Μακκ. 8.

Greek Monolingual

-α, -ο / στρεβλωτήριος, -ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το στρεβλωτήριο
η στρέβλη
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που βασανίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλῶ + επίθημα -τήριος (πρβλ. ἀναστομω-τήριος)].