Μιλήσιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Milisios
|Transliteration C=Milisios
|Beta Code=&#42;milh/sios
|Beta Code=&#42;milh/sios
|Definition=α, ον, <span class="title">Milesian</span>, <span class="bibl">Hdt.1.17</span>, etc.; [[Μιλήσιοι]], [[οἱ]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the Milesians]], <span class="bibl">Id.5.28</span>, etc.: prov., <b class="b3">πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι</b> M. <span class="bibl">Anacr.85</span>; [[Μιλησίη]] (sc. [[χώρα]]), ἡ, <span class="bibl">Hdt.5.29</span>:—also Μῑλησιακός, ή, όν, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Crass.</span> 32</span>, etc.; -[[κά]], [[τά]], title of work by Aristides:—pecul. fem. Μῑλησίς, ίδος, παρθενικαί Parth.<span class="title">Fr.</span>29.6.</span>
|Definition=α, ον, [[Milesian]], <span class="bibl">Hdt.1.17</span>, etc.; [[Μιλήσιοι]], [[οἱ]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> the [[Milesians]], <span class="bibl">Id.5.28</span>, etc.: prov., [[πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι]] = the [[Milesians]] were [[mighty]] [[once]] (that was then, this is now; things are different now) <span class="bibl">Anacr.85</span>; [[Μιλησίη]] (sc. [[χώρα]]), ἡ, <span class="bibl">Hdt.5.29</span>:—also [[Μιλησιακός]], ή, όν, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Crass.</span> 32</span>, etc.; [[Μιλησιακά]], [[τά]], title of work by Aristides:—pecul. fem. [[Μιλησίς]], ίδος, παρθενικαί Parth.<span class="title">Fr.</span>29.6.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[Μιλήσιος]], -ία, -ον θηλ. και [[Μιλησίς]] και ιων. τ. Μιλησίη)<br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[κάτοικος]] της Μιλήτου, αρχαίας ελληνικής πόλης της Μ. Ασίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλησιακός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Μιλησίη</i><br />η [[Μίλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Μίλητος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>, με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- [[πριν]] από -<i>ι</i>·].
|mltxt=-α, -ο (Α [[Μιλήσιος]], -ία, -ον θηλ. και [[Μιλησίς]] και ιων. τ. Μιλησίη)<br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[κάτοικος]] της Μιλήτου, αρχαίας ελληνικής πόλης της Μ. Ασίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλησιακός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Μιλησίη</i><br />η [[Μίλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Μίλητος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>, με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- [[πριν]] από -<i>ι</i>·].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:45, 8 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μῑλήσιος Medium diacritics: Μιλήσιος Low diacritics: Μιλήσιος Capitals: ΜΙΛΗΣΙΟΣ
Transliteration A: Milḗsios Transliteration B: Milēsios Transliteration C: Milisios Beta Code: *milh/sios

English (LSJ)

α, ον, Milesian, Hdt.1.17, etc.; Μιλήσιοι, οἱ, A the Milesians, Id.5.28, etc.: prov., πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι = the Milesians were mighty once (that was then, this is now; things are different now) Anacr.85; Μιλησίη (sc. χώρα), ἡ, Hdt.5.29:—also Μιλησιακός, ή, όν, Plu.Crass. 32, etc.; Μιλησιακά, τά, title of work by Aristides:—pecul. fem. Μιλησίς, ίδος, παρθενικαί Parth.Fr.29.6.

Greek (Liddell-Scott)

Μῑλήσιος: -α, -ον, ὁ ἐκ Μιλήτου, Ἡρόδ., κτλ.· Μιλήσιοι, οἱ, οἱ τῆς Μιλήτου κάτοικοι, ὁ αὐτ. 5. 28, κτλ.· παροιμ., πάλαι ποτ’ ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι, Ἀνακρ. 85· Μιλησίη (ἐξυπ. χώρα), ἡ, Ἡρόδ. 5. 29· κτητικ. ἐπίθ., Μιλησιακός, ή, όν, Πλουτ. Κράσσ. 32, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Milet ; ἡ Μιλησία (γῆ ou χώρα) le territoire de Milet.
Étymologie: Μίλητος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α Μιλήσιος, -ία, -ον θηλ. και Μιλησίς και ιων. τ. Μιλησίη)
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο κάτοικος της Μιλήτου, αρχαίας ελληνικής πόλης της Μ. Ασίας
αρχ.
1. μιλησιακός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Μιλησίη
η Μίλητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Μίλητος + κατάλ. -ιος, με συριστικοποίηση του -τ- πριν από -ι·].

Greek Monotonic

Μῑλήσιος: -α, -ον, ο Μιλήσιος (στην καταγωγή), Μιλήσιοι, οἱ, Μιλήσιοι, σε Ηρόδ.· Μιλησίη (ενν. χώρα), , στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

Μῑλήσιος: II ὁ милетец, житель или уроженец Милета Her. etc.
милетский Her. etc.

Middle Liddell

Μῑλήσιος, η, ον
Milesian, Μιλήσιοι, οἱ, the Milesians, Hdt.; Μιλησίη (sc. χώρἀ, Hdt.