προανέχω: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑχε" to "εῖχε")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[ψηλά]] [[μπροστά]] σε κάποιον ή [[κρατώ]] [[κάτι]] [[ψηλά]] εκ των προτέρων<br /><b>2.</b> [[εξέχω]] από [[κάτω]] [[προς]] τα [[πάνω]] («τὸ τεῑχος... τοῦ λόφου [[καθάπερ]] [[κορυφή]] τις ὑψηλότερα προανεῑχεν», <b>Ιώσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνέχω]] «[[κρατώ]] [[ψηλά]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[ψηλά]] [[μπροστά]] σε κάποιον ή [[κρατώ]] [[κάτι]] [[ψηλά]] εκ των προτέρων<br /><b>2.</b> [[εξέχω]] από [[κάτω]] [[προς]] τα [[πάνω]] («τὸ τεῑχος... τοῦ λόφου [[καθάπερ]] [[κορυφή]] τις ὑψηλότερα προανεῖχεν», <b>Ιώσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνέχω]] «[[κρατώ]] [[ψηλά]]»].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 09:43, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προανέχω Medium diacritics: προανέχω Low diacritics: προανέχω Capitals: ΠΡΟΑΝΕΧΩ
Transliteration A: proanéchō Transliteration B: proanechō Transliteration C: proanecho Beta Code: proane/xw

English (LSJ)

A hold up before, βωμὸς π. γωνίας has projecting angles, J.BJ5.5.6. II intr., rise up above or jut out beyond, Th.7.34: c. gen., J.BJ5.4.4, etc.

German (Pape)

[Seite 707] (s. ἔχω), vorher in die Höhe halten, Suid.; – intrans., hervorragen, Clem. Al. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προανέχω: μέλλ. -έξω, ἀνέχω πρό τινος, κρατῶ ὑψηλὰ ἔμπροσθέν τινος, κερατοειδεῖς προανέχων γωνίας, ἔχων προεξεχούσας γωνίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐγείρομαι, ὑψοῦμαι ὑπεράνω τινός, ἐξέχω πρὸς τὰ ἄνω ὑπέρ τι, διάφορ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 34· μετὰ γεν., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 4. 4, κτλ.· μεταφορ., πρ. ἔν τινι, ἐξέχειν ἔν τινι, Κλήμ. Ἀλεξ. 345.

Greek Monolingual

Α
1. κρατώ κάτι ψηλά μπροστά σε κάποιον ή κρατώ κάτι ψηλά εκ των προτέρων
2. εξέχω από κάτω προς τα πάνω («τὸ τεῑχος... τοῦ λόφου καθάπερ κορυφή τις ὑψηλότερα προανεῖχεν», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνέχω «κρατώ ψηλά»].

Russian (Dvoretsky)

προᾰνέχω: v. l. ἀνέχω выдаваться вперед: ἐπὶ ταῖς προανεχούσαις ἄκραις Thuc. на выступающих вперед оконечностях (залива).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ανέχω, intrans. ervoor en erboven uitsteken:. ἐπὶ ταῖς προανεχούσαις ἄκραις op de punten (van de landtong) die naar voren boven hen uitstaken Thuc. 7.34.2.