κατακρεουργώ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑχε" to "εῖχε")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM κατακρεουργῶ, -έω, ιων. τ. κατακρεοργέω)<br />[[φονεύω]] με πολλές μαχαιριές, [[κατασφάζω]] («ἐς τοῦτο ἀντεῑχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη [[ἅπας]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(σχετικά με μουσικό [[τεμάχιο]] ή λογοτεχνικό [[κείμενο]])<br />[[εκτελώ]], [[αποδίδω]] ή [[ερμηνεύω]] αδέξια, κακότεχνα («κατακρεούργησε το [[ποίημα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κρεουργῶ</i> «[[σφάζω]], [[πετσοκόβω]]»].
|mltxt=(AM κατακρεουργῶ, -έω, ιων. τ. κατακρεοργέω)<br />[[φονεύω]] με πολλές μαχαιριές, [[κατασφάζω]] («ἐς τοῦτο ἀντεῖχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη [[ἅπας]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(σχετικά με μουσικό [[τεμάχιο]] ή λογοτεχνικό [[κείμενο]])<br />[[εκτελώ]], [[αποδίδω]] ή [[ερμηνεύω]] αδέξια, κακότεχνα («κατακρεούργησε το [[ποίημα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κρεουργῶ</i> «[[σφάζω]], [[πετσοκόβω]]»].
}}
}}

Revision as of 09:43, 25 March 2021

Greek Monolingual

(AM κατακρεουργῶ, -έω, ιων. τ. κατακρεοργέω)
φονεύω με πολλές μαχαιριές, κατασφάζω («ἐς τοῦτο ἀντεῖχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(σχετικά με μουσικό τεμάχιο ή λογοτεχνικό κείμενο)
εκτελώ, αποδίδω ή ερμηνεύω αδέξια, κακότεχνα («κατακρεούργησε το ποίημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρεουργῶ «σφάζω, πετσοκόβω»].