κεφαλαίωμα: Difference between revisions
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεφαλαίωμα]], τὸ (Α) [[κεφαλαιώ]]<br /><b>1.</b> [[σύνολο]], [[άθροισμα]] («[[πέντε]] μυριάδων τὸ [[κεφαλαίωμα]] τῶν γυναικῶν συνῆλθε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> συλλογική [[έκφραση]], [[συλλογικός]] [[λόγος]] («τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῡ | |mltxt=[[κεφαλαίωμα]], τὸ (Α) [[κεφαλαιώ]]<br /><b>1.</b> [[σύνολο]], [[άθροισμα]] («[[πέντε]] μυριάδων τὸ [[κεφαλαίωμα]] τῶν γυναικῶν συνῆλθε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> συλλογική [[έκφραση]], [[συλλογικός]] [[λόγος]] («τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῡ τοῖς πολλοῑς», Πρόκλ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:00, 25 March 2021
English (LSJ)
ατος, τό, A sum total, Hdt. 3.159. II collective expression, τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς Procl.in Prm.p.564 S.
German (Pape)
[Seite 1427] τό, das Hauptergebniß, die Hauptsumme, Her. 3, 159.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλαίωμα: τό, τὸ ὅλον, τὸ σύνολον, τὸ κεφάλαιον, ἄθροισμα, Ἡρόδ. 3. 159.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
somme, total, propr. récapitulation.
Étymologie: κεφαλαιόω.
Greek Monolingual
κεφαλαίωμα, τὸ (Α) κεφαλαιώ
1. σύνολο, άθροισμα («πέντε μυριάδων τὸ κεφαλαίωμα τῶν γυναικῶν συνῆλθε», Ηρόδ.)
2. συλλογική έκφραση, συλλογικός λόγος («τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῡ τοῖς πολλοῑς», Πρόκλ.).
Greek Monotonic
κεφᾰλαίωμα: -ατος, τό (κεφ-λαιόω), συνολικό άθροισμα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλαίωμα: ατος τό общая сумма (πέντε μυριάδων τὸ κ. συνῆλθε Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεφαλαίωμα -ατος, τό [κεφαλαιόω] som, totaal.