ηδονή: Difference between revisions
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
(16) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἡδονή]], Α και ἡδονὰ και δωρ. τ. ἁδονά) [[ήδομαι]]<br /><b>1.</b> ευχάριστο [[συναίσθημα]], ψυχική [[τέρψη]], [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]]<br /><b>2.</b> σαρκική [[απόλαυση]], σωματική [[τέρψη]] (α. «ρίγ' ηδονής τ' αράθυμο [[κύμα]] της σάρκας φέρνει», Γρυπ.<br />β. «αἱ [[κατά]] τὸ [[σῶμα]] ἡδοναί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ψυχολ.)</b> το ευχάριστο [[συναίσθημα]] που προκαλείται από την [[ικανοποίηση]] τών αναγκών, τών επιθυμιών, τών ορμών και τών ενστίκτων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ευφροσύνη]], [[χαρά]], [[ευτυχία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ομορφιά]], [[χάρη]], [[φυσικά]] θέλγητρα<br /><b>2.</b> [[γλυκύτητα]], [[αγάπη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους Ίων. φιλοσ.) προκειμένου για την [[ποιότητα]] ενός σώματος, τη [[γεύση]], τη [[νοστιμιά]], την [[οσμή]] κ.λπ., συνήθ. με το ουσ. <i>χροιή</i> ([[χρώμα]]) («ζῷα... ἔχοντα αἴσθησιν τῆς ἡδονῆς τῆς γινομένης ἐκ τῆς τροφῆς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἡδοναί</i><br />επιθυμίες ηδονικές, για [[ηδονή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡδονῇ ἡσσῶμαι» ή «ἡδοναῑς [[χαρίζομαι]]», παραδίδομαι στην [[ηδονή]]<br />β) «καθ' ἡδονήν» — ευχαρίστως<br />γ) «έν ἡδονῇ ἐστί τινι» — [[είναι]] ευχάριστο σε κάποιον<br />δ) «ἐν [[ἡδονή]] ἄρχοντες» — ευχάριστοι άρχοντες<br />ε) «ἡδοναὶ τραγημάτων<br />γλυκίσματα<br /><b>4.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>ἡδονᾷ</i><br />με [[ευχαρίστηση]]<br /><b>5.</b> [[χαιρεκακία]], χαιρέκακη [[ευχαρίστηση]] («ἐπί | |mltxt=(AM [[ἡδονή]], Α και ἡδονὰ και δωρ. τ. ἁδονά) [[ήδομαι]]<br /><b>1.</b> ευχάριστο [[συναίσθημα]], ψυχική [[τέρψη]], [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]]<br /><b>2.</b> σαρκική [[απόλαυση]], σωματική [[τέρψη]] (α. «ρίγ' ηδονής τ' αράθυμο [[κύμα]] της σάρκας φέρνει», Γρυπ.<br />β. «αἱ [[κατά]] τὸ [[σῶμα]] ἡδοναί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ψυχολ.)</b> το ευχάριστο [[συναίσθημα]] που προκαλείται από την [[ικανοποίηση]] τών αναγκών, τών επιθυμιών, τών ορμών και τών ενστίκτων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ευφροσύνη]], [[χαρά]], [[ευτυχία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ομορφιά]], [[χάρη]], [[φυσικά]] θέλγητρα<br /><b>2.</b> [[γλυκύτητα]], [[αγάπη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους Ίων. φιλοσ.) προκειμένου για την [[ποιότητα]] ενός σώματος, τη [[γεύση]], τη [[νοστιμιά]], την [[οσμή]] κ.λπ., συνήθ. με το ουσ. <i>χροιή</i> ([[χρώμα]]) («ζῷα... ἔχοντα αἴσθησιν τῆς ἡδονῆς τῆς γινομένης ἐκ τῆς τροφῆς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἡδοναί</i><br />επιθυμίες ηδονικές, για [[ηδονή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡδονῇ ἡσσῶμαι» ή «ἡδοναῑς [[χαρίζομαι]]», παραδίδομαι στην [[ηδονή]]<br />β) «καθ' ἡδονήν» — ευχαρίστως<br />γ) «έν ἡδονῇ ἐστί τινι» — [[είναι]] ευχάριστο σε κάποιον<br />δ) «ἐν [[ἡδονή]] ἄρχοντες» — ευχάριστοι άρχοντες<br />ε) «ἡδοναὶ τραγημάτων<br />γλυκίσματα<br /><b>4.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>ἡδονᾷ</i><br />με [[ευχαρίστηση]]<br /><b>5.</b> [[χαιρεκακία]], χαιρέκακη [[ευχαρίστηση]] («ἐπί τοῖς τῶν [[φίλων]] κακοῑς ἡδοναῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[πράγμα]] στο οποίο βρίσκει [[κάποιος]] [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]] («[[φέρω]] γὰρ ἡδονάς καὶ ἀνάπαυλαν», <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 25 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἡδονή, Α και ἡδονὰ και δωρ. τ. ἁδονά) ήδομαι
1. ευχάριστο συναίσθημα, ψυχική τέρψη, ευχαρίστηση, απόλαυση
2. σαρκική απόλαυση, σωματική τέρψη (α. «ρίγ' ηδονής τ' αράθυμο κύμα της σάρκας φέρνει», Γρυπ.
β. «αἱ κατά τὸ σῶμα ἡδοναί», Πλάτ.)
νεοελλ.
(ψυχολ.) το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται από την ικανοποίηση τών αναγκών, τών επιθυμιών, τών ορμών και τών ενστίκτων
νεοελλ.-μσν.
ευφροσύνη, χαρά, ευτυχία
μσν.
1. ομορφιά, χάρη, φυσικά θέλγητρα
2. γλυκύτητα, αγάπη
αρχ.
1. (στους Ίων. φιλοσ.) προκειμένου για την ποιότητα ενός σώματος, τη γεύση, τη νοστιμιά, την οσμή κ.λπ., συνήθ. με το ουσ. χροιή (χρώμα) («ζῷα... ἔχοντα αἴσθησιν τῆς ἡδονῆς τῆς γινομένης ἐκ τῆς τροφῆς», Αριστοφ.)
2. στον πληθ. αἱ ἡδοναί
επιθυμίες ηδονικές, για ηδονή
3. φρ. α) «ἡδονῇ ἡσσῶμαι» ή «ἡδοναῑς χαρίζομαι», παραδίδομαι στην ηδονή
β) «καθ' ἡδονήν» — ευχαρίστως
γ) «έν ἡδονῇ ἐστί τινι» — είναι ευχάριστο σε κάποιον
δ) «ἐν ἡδονή ἄρχοντες» — ευχάριστοι άρχοντες
ε) «ἡδοναὶ τραγημάτων
γλυκίσματα
4. (η δοτ. ως επίρρ.) ἡδονᾷ
με ευχαρίστηση
5. χαιρεκακία, χαιρέκακη ευχαρίστηση («ἐπί τοῖς τῶν φίλων κακοῑς ἡδοναῑς», Πλάτ.)
6. πράγμα στο οποίο βρίσκει κάποιος ευχαρίστηση, απόλαυση («φέρω γὰρ ἡδονάς καὶ ἀνάπαυλαν», Σοφ.).