χορηγώ: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
(46) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=χορηγῶ, -έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[χοραγώ]] Α [[χορηγός]]<br /><b>1.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[είμαι]] [[χορηγός]], [[καταβάλλω]] τις δαπάνες για την [[συγκρότηση]] δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταβάλλω]] την [[δαπάνη]] για [[κάτι]], επιδοτώ, [[επιχορηγώ]], [[χρηματοδοτώ]] (α. «τα [[μέσα]] για την [[εκδήλωση]] χορήγησαν γνωστές εταιρείες» β. «τοὺς ὑπηρέτας τρέφουσι, καὶ ταῑς ἰδίαις χρείαις χορηγοῡσιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) [[παρέχω]], [[δίνω]], [[προμηθεύω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ο [[ηγέτης]], ο [[κορυφαίος]] του χορού, [[οδηγώ]] τον χορό («χορῷ χορηγεῑν», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[προεξάρχω]] σε [[κάτι]], [[ηγούμαι]] σε [[κάτι]] («οἱ τοῡ Ἡρακλείτου ἑταῑροι χορηγοῡσι τούτου τοῡ λόγου [[μάλα]] ἐρρωμένως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρέχω]] [[κάτι]] άφθονα σε κάποιον<br /><b>4.</b> (ειδικά) [[εφοδιάζω]] με τρόφιμα και [[πολεμοφόδια]] τον στρατό («δαψιλῶς μὲν ἐχορήγει τὸ [[στρατόπεδον]] | |mltxt=χορηγῶ, -έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[χοραγώ]] Α [[χορηγός]]<br /><b>1.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[είμαι]] [[χορηγός]], [[καταβάλλω]] τις δαπάνες για την [[συγκρότηση]] δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταβάλλω]] την [[δαπάνη]] για [[κάτι]], επιδοτώ, [[επιχορηγώ]], [[χρηματοδοτώ]] (α. «τα [[μέσα]] για την [[εκδήλωση]] χορήγησαν γνωστές εταιρείες» β. «τοὺς ὑπηρέτας τρέφουσι, καὶ ταῑς ἰδίαις χρείαις χορηγοῡσιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) [[παρέχω]], [[δίνω]], [[προμηθεύω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ο [[ηγέτης]], ο [[κορυφαίος]] του χορού, [[οδηγώ]] τον χορό («χορῷ χορηγεῑν», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[προεξάρχω]] σε [[κάτι]], [[ηγούμαι]] σε [[κάτι]] («οἱ τοῡ Ἡρακλείτου ἑταῑροι χορηγοῡσι τούτου τοῡ λόγου [[μάλα]] ἐρρωμένως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρέχω]] [[κάτι]] άφθονα σε κάποιον<br /><b>4.</b> (ειδικά) [[εφοδιάζω]] με τρόφιμα και [[πολεμοφόδια]] τον στρατό («δαψιλῶς μὲν ἐχορήγει τὸ [[στρατόπεδον]] τοῖς ἐπιτηδείοις», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 25 March 2021
Greek Monolingual
χορηγῶ, -έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α χορηγός
1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.)
2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α. «τα μέσα για την εκδήλωση χορήγησαν γνωστές εταιρείες» β. «τοὺς ὑπηρέτας τρέφουσι, καὶ ταῑς ἰδίαις χρείαις χορηγοῡσιν», Διόδ.)
3. (γενικά) παρέχω, δίνω, προμηθεύω σε κάποιον κάτι
αρχ.
1. είμαι ο ηγέτης, ο κορυφαίος του χορού, οδηγώ τον χορό («χορῷ χορηγεῑν», Σιμων.)
2. (γενικά) προεξάρχω σε κάτι, ηγούμαι σε κάτι («οἱ τοῡ Ἡρακλείτου ἑταῑροι χορηγοῡσι τούτου τοῡ λόγου μάλα ἐρρωμένως», Πλάτ.)
3. παρέχω κάτι άφθονα σε κάποιον
4. (ειδικά) εφοδιάζω με τρόφιμα και πολεμοφόδια τον στρατό («δαψιλῶς μὲν ἐχορήγει τὸ στρατόπεδον τοῖς ἐπιτηδείοις», Πολ.).