τελμίς: Difference between revisions
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῑνος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[πηλός]] ή [[λάσπη]] που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τελμίς]]<br />ἡ ἐν | |mltxt=-ῑνος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[πηλός]] ή [[λάσπη]] που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τελμίς]]<br />ἡ ἐν τοῖς τέλμασιν ὑφισταμένη [[ἰλύς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[τέλμα]], με [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -<i>ῖνος</i>, πιθ. αναλογικά [[προς]] τον τ. <i>θίς</i>, -<i>ινός</i> «[[ακτή]], [[παραλία]]» (<b>πρβλ.</b> και [[ῥῆγμα]]: <i>ῥηγμίς</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 25 March 2021
English (LSJ)
ῖνος, ὁ, A = τέλμα ΙΙ 1, mud, slime, ls. ap. EM751.24: pl., Procop.Goth.4.26.
German (Pape)
[Seite 1088] ῖνος, ὁ, wie τέλμα, Moder, Schlamm, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
τελμίς: -ῖνος, ὁ, ὡς τὸ τέλμα ΙΙ, ὁ ἐκ τῶν τελμάτων πηλός, Φώτ., «τελμίς· ἡ ἐν τοῖς τέλμασιν ὑφισταμένη ἰλὺς» Ἡσύχ., Ἰσαῖος ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 751, 24 ἐν λ. τέλμα.
Greek Monolingual
-ῑνος, ὁ, Α
1. πηλός ή λάσπη που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό
2. (κατά τον Ησύχ.) «τελμίς
ἡ ἐν τοῖς τέλμασιν ὑφισταμένη ἰλύς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του τέλμα, με επίθημα -ίς, -ῖνος, πιθ. αναλογικά προς τον τ. θίς, -ινός «ακτή, παραλία» (πρβλ. και ῥῆγμα: ῥηγμίς)].