σύντηγμα: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[συντήκω]]<br />[[κράμα]] που παράγεται με [[σύντηξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[περίττωμα]] («[[λέγω]] δὲ [[περίττωμα]] τὸ τῆς τροφῆς [[ὑπόλειμμα]]<br />[[σύντηγμα]] δὲ τὸ ἀποκριθὲν ἐκ τοῡ αὐξήματος ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=το, ΝΑ [[συντήκω]]<br />[[κράμα]] που παράγεται με [[σύντηξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[περίττωμα]] («[[λέγω]] δὲ [[περίττωμα]] τὸ τῆς τροφῆς [[ὑπόλειμμα]]<br />[[σύντηγμα]] δὲ τὸ ἀποκριθὲν ἐκ τοῦ αὐξήματος ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σύντηγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> органическая влага, мокрота Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> гнойная жидкость Arst.
|elrutext='''σύντηγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> органическая влага, мокрота Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> гнойная жидкость Arst.
}}
}}

Revision as of 18:44, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύντηγμα Medium diacritics: σύντηγμα Low diacritics: σύντηγμα Capitals: ΣΥΝΤΗΓΜΑ
Transliteration A: sýntēgma Transliteration B: syntēgma Transliteration C: syntigma Beta Code: su/nthgma

English (LSJ)

ατος, τό, A waste product, used by Arist. (and Thphr.Lass. 6, Gal.6.184) to express the humours that permeate the body, but are not regularly either secreted or excreted, difft. from τὰ περιττώματα (v. περίσσωμα), Arist.GA724b27, Somn.Vig.456b35, Pr.864a18; apparently of a morbid or abnormal kind, τὸ ἀποκριθὲν . . ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως Id.GA l.c.

German (Pape)

[Seite 1035] τό, das Zusammengeschmolzene, Aufgelös'te, Arist. gen. an. 1, 18. – Das Zerschmelzen, Hinschwinden, Hinschmachten, Arist. de somn. 3.

Greek (Liddell-Scott)

σύντηγμα: τό, «λέγω δὲ περίττωμα, τὸ τῆς τροφῆς ὑπόλειμμα· σύντηγμα δέ, τὸ ἀποκριθὲν ἐκ τοῦ αὐξήματος ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως» Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 40 κἑξ., π. Ὕπνου 3, 10, Προβλ. 1. 41, 3· καὶ εἶναι τοῦτο, ὡς φαίνεται, ἔκρυθμός τις νοσηρὰ λειτουργία τοῦ σωματικοῦ ὀργανισμοῦ, τὸ ἀποκριθέν... ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως περὶ Ζ. Γεν. ἔνθ. ἀνωτ.

Greek Monolingual

το, ΝΑ συντήκω
κράμα που παράγεται με σύντηξη
αρχ.
περίττωμαλέγω δὲ περίττωμα τὸ τῆς τροφῆς ὑπόλειμμα
σύντηγμα δὲ τὸ ἀποκριθὲν ἐκ τοῦ αὐξήματος ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

σύντηγμα: ατος τό
1) органическая влага, мокрота Arst., Plut.;
2) гнойная жидкость Arst.