τραχύτητα: Difference between revisions
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(41) |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[τραχύτης]], -ητος, ΝΜΑ, και αττ. τ. τραχυτής, -ῆτος, Α [[τραχύς]]<br /><b>1.</b> [[ανωμαλία]] επιφάνειας («διὰ τὴν τῆς χώρας [[τραχύτητα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[βαναυσότητα]], [[αγριότητα]] («[[τραχύτης]] βλέμματος», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) (για [[φωνή]]) [[βραχνάδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκληρότητα]], [[σκληράδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τραχύτητα]] τών φύλλων»<br /><b>(φυτοπαθολ.)</b> [[σύμπτωμα]] [[κατά]] το οποίο οι [[γύρω]] από τις νευρώσεις του φύλλου περιοχές καθιζάνουν, ενώ οι περιοχές του φύλλου [[μεταξύ]] τών νευρώσεων διογκώνονται, με [[αποτέλεσμα]] να δημιουργούνται εσοχές και εξοχές που προσδίδουν [[τραχύτητα]] στο [[φύλλο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[οξύτητα]] («τὴν ἀπὸ | |mltxt=η / [[τραχύτης]], -ητος, ΝΜΑ, και αττ. τ. τραχυτής, -ῆτος, Α [[τραχύς]]<br /><b>1.</b> [[ανωμαλία]] επιφάνειας («διὰ τὴν τῆς χώρας [[τραχύτητα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[βαναυσότητα]], [[αγριότητα]] («[[τραχύτης]] βλέμματος», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) (για [[φωνή]]) [[βραχνάδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκληρότητα]], [[σκληράδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τραχύτητα]] τών φύλλων»<br /><b>(φυτοπαθολ.)</b> [[σύμπτωμα]] [[κατά]] το οποίο οι [[γύρω]] από τις νευρώσεις του φύλλου περιοχές καθιζάνουν, ενώ οι περιοχές του φύλλου [[μεταξύ]] τών νευρώσεων διογκώνονται, με [[αποτέλεσμα]] να δημιουργούνται εσοχές και εξοχές που προσδίδουν [[τραχύτητα]] στο [[φύλλο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[οξύτητα]] («τὴν ἀπὸ τοῦ πρίονος [[τραχύτητα]]», Γεωπ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:45, 25 March 2021
Greek Monolingual
η / τραχύτης, -ητος, ΝΜΑ, και αττ. τ. τραχυτής, -ῆτος, Α τραχύς
1. ανωμαλία επιφάνειας («διὰ τὴν τῆς χώρας τραχύτητα», Ξεν.)
2. μτφ. α) βαναυσότητα, αγριότητα («τραχύτης βλέμματος», Πλούτ.)
β) (για φωνή) βραχνάδα
νεοελλ.
1. σκληρότητα, σκληράδα
2. φρ. «τραχύτητα τών φύλλων»
(φυτοπαθολ.) σύμπτωμα κατά το οποίο οι γύρω από τις νευρώσεις του φύλλου περιοχές καθιζάνουν, ενώ οι περιοχές του φύλλου μεταξύ τών νευρώσεων διογκώνονται, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εσοχές και εξοχές που προσδίδουν τραχύτητα στο φύλλο
μσν.-αρχ.
οξύτητα («τὴν ἀπὸ τοῦ πρίονος τραχύτητα», Γεωπ.).