χενόσιρις: Difference between revisions
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίριδος, ὁ, Α<br />αιγυπτιακή [[ονομασία]] του κισσού («καὶ παρ' Αἰγυπτίοις λέγεται [[χενόσιρις]] ὁ κιττὸς ὀνομάζεσθαι, σημαίνοντος | |mltxt=-ίριδος, ὁ, Α<br />αιγυπτιακή [[ονομασία]] του κισσού («καὶ παρ' Αἰγυπτίοις λέγεται [[χενόσιρις]] ὁ κιττὸς ὀνομάζεσθαι, σημαίνοντος τοῦ ὀνόματος, ὥς φασι, φυτὸν Ὀσίριδος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αιγυπτιακό <i>h</i>'-<i>n</i>-<i>ỉsr</i> «[[φυτό]] του Οσίριδος»]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χενόσιρις:''' ὁ (егип.) плющ Plut. | |elrutext='''χενόσιρις:''' ὁ (егип.) плющ Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:50, 25 March 2021
English (LSJ)
ὁ, Egyptian name of A ivy, Plu.2.365e.
Greek (Liddell-Scott)
χενόσιρις: ὁ, Αἰγύπτιον ὄνομα τοῦ κισσοῦ, «καὶ παρ’ Αἰγυπτίοις λέγεται χενόσιρις ὁ κιττὸς ὀνομάζεσθαι, σημαίνοντος τοῦ ὀνόματος, ὥς φασι, φυτὸν Ὀσίριδος» Πλούτ. 2. 365Ε.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
n. égypt. du lierre.
Étymologie: DELG h3n-isr « plante d’Osiris ».
Greek Monolingual
-ίριδος, ὁ, Α
αιγυπτιακή ονομασία του κισσού («καὶ παρ' Αἰγυπτίοις λέγεται χενόσιρις ὁ κιττὸς ὀνομάζεσθαι, σημαίνοντος τοῦ ὀνόματος, ὥς φασι, φυτὸν Ὀσίριδος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτιακό h'-n-ỉsr «φυτό του Οσίριδος»].
Russian (Dvoretsky)
χενόσιρις: ὁ (егип.) плющ Plut.