ἐπανάστημα: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπανάστημα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[φλύκταινα]], [[ρόζος]], [[προεξοχή]] της επιδερμίδας («τὰ τῶν χειρῶν ἐπαναστήματα άπὸ τοῡ κωπηλατεῑν», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[κάθε]] [[προεξοχή]]<br /><b>3.</b> <b>(ειδ.)</b> [[προεξοχή]] γης, [[λόφος]]<br /><b>4.</b> [[λοφίο]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i>-<i>στημα</i> «[[προεξοχή]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ανίστημι]])].
|mltxt=[[ἐπανάστημα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[φλύκταινα]], [[ρόζος]], [[προεξοχή]] της επιδερμίδας («τὰ τῶν χειρῶν ἐπαναστήματα άπὸ τοῦ κωπηλατεῑν», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[κάθε]] [[προεξοχή]]<br /><b>3.</b> <b>(ειδ.)</b> [[προεξοχή]] γης, [[λόφος]]<br /><b>4.</b> [[λοφίο]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i>-<i>στημα</i> «[[προεξοχή]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ανίστημι]])].
}}
}}

Revision as of 18:55, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανάστημα Medium diacritics: ἐπανάστημα Low diacritics: επανάστημα Capitals: ΕΠΑΝΑΣΤΗΜΑ
Transliteration A: epanástēma Transliteration B: epanastēma Transliteration C: epanastima Beta Code: e)pana/sthma

English (LSJ)

ατος, τό, A rising, blister, Sch.Ar.Ra.238. 2 eminence, hill, ἐ. γῆς Phlp.in de An.311.24. 3 crest of a helmet, Hsch. s. vv. λόφος, χαλκόλοφον, EM570.4.

German (Pape)

[Seite 901] τό, Erhabenheit, Geschwulst, Schol. Il. 13, 132 Schol. Ar. Ran. 233.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανάστημα: τό, ἔξαρμα τῆς ἐπιδερμίδος, φλύκταινα γινομένη εἰς τὰς χεῖρας ἐκ τῆς κωπηλασίας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 233. ΙΙ. τὸ ἔκ τινος ἀνυψούμενον, «λόφος... γῆς ἐπανάστημα» Ἡσύχ.· «τὸ ἐπανάστημα τῆς περικεφαλαίας» ὁ αὐτὸς ἐν λ. χαλκόλοφον (κατὰ τὸν Κώδικα χαλκός· λόφον), πρβλ. καὶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 132.

Greek Monolingual

ἐπανάστημα, το (Α)
1. φλύκταινα, ρόζος, προεξοχή της επιδερμίδας («τὰ τῶν χειρῶν ἐπαναστήματα άπὸ τοῦ κωπηλατεῑν», Σχόλ. Αριστοφ.)
2. γεν. κάθε προεξοχή
3. (ειδ.) προεξοχή γης, λόφος
4. λοφίο περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά-στημα «προεξοχή» (< ανίστημι)].