τελευτώ: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(41) |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τελευτῶ, -άω, ΝΜΑ [[τελευτή]]<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[φθάνω]] στο [[τέλος]], [[τελειώνω]], [[λήγω]], [[καταλήγω]]<br />β) [[πεθαίνω]] (α. «[[προτού]] τελευτήσει τον βίο της» β. «τελευτήσαντος δὲ | |mltxt=τελευτῶ, -άω, ΝΜΑ [[τελευτή]]<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[φθάνω]] στο [[τέλος]], [[τελειώνω]], [[λήγω]], [[καταλήγω]]<br />β) [[πεθαίνω]] (α. «[[προτού]] τελευτήσει τον βίο της» β. «τελευτήσαντος δὲ τοῦ Γέροντος, ἦλθε... τὴν συνήθη εὐχὴν ἀποδώσων», Μηναί.<br />γ. «[[ἐπεὶ]] δὲ ἐτελεύτησε Δαρεῑος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[οδηγώ]] [[κάτι]] στο [[τέλος]] του, [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[τελεύω]] (α. «τελευτώντας τον λόγο του είπε...» β. «ἄρξομαι ἐκ βολβοῑο τελευτήσω δ' ἐπὶ θύννον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκπληρώνω]], [[πραγματοποιώ]] («καὶ γὰρ [[Ζεὺς]] ὅ,τι νεύσει, σὺν σοὶ τοῡτο τελευτᾷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) [[πραγματοποιώ]] [[απειλή]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. της μτχ. ενεστ. με ρ. ως επίρρ.) <i>τελευτῶν</i><br />καταλήγοντας, στο [[τέλος]] («τελευτῶν ἔλεγε», <b>Ηρόδ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 25 March 2021
Greek Monolingual
τελευτῶ, -άω, ΝΜΑ τελευτή
1. (αμτβ.) α) φθάνω στο τέλος, τελειώνω, λήγω, καταλήγω
β) πεθαίνω (α. «προτού τελευτήσει τον βίο της» β. «τελευτήσαντος δὲ τοῦ Γέροντος, ἦλθε... τὴν συνήθη εὐχὴν ἀποδώσων», Μηναί.
γ. «ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησε Δαρεῑος», Ξεν.)
2. (μτβ.) οδηγώ κάτι στο τέλος του, φέρνω εις πέρας, τελεύω (α. «τελευτώντας τον λόγο του είπε...» β. «ἄρξομαι ἐκ βολβοῑο τελευτήσω δ' ἐπὶ θύννον», Πλάτ.)
αρχ.
1. εκπληρώνω, πραγματοποιώ («καὶ γὰρ Ζεὺς ὅ,τι νεύσει, σὺν σοὶ τοῡτο τελευτᾷ», Ευρ.)
2. (με κακή σημ.) πραγματοποιώ απειλή
3. (το αρσ. της μτχ. ενεστ. με ρ. ως επίρρ.) τελευτῶν
καταλήγοντας, στο τέλος («τελευτῶν ἔλεγε», Ηρόδ.).