πυρπολώ: Difference between revisions
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
(35) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=πυρπολῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[βάζω]] [[φωτιά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] και τον [[καταστρέφω]] εντελώς, [[απανθρακώνω]] (α. «ο [[ψυχασθενής]] πυρπόλησε με [[πετρέλαιο]] τη [[γυναίκα]] του» β. «τὶς ἡμῶν πυρπολεῑ τὴν οἰκείαν;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάβω]] [[φωτιά]] και τη [[διατηρώ]]<br /><b>2.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου με διάπυρα βλήματα<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i> | |mltxt=πυρπολῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[βάζω]] [[φωτιά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] και τον [[καταστρέφω]] εντελώς, [[απανθρακώνω]] (α. «ο [[ψυχασθενής]] πυρπόλησε με [[πετρέλαιο]] τη [[γυναίκα]] του» β. «τὶς ἡμῶν πυρπολεῑ τὴν οἰκείαν;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάβω]] [[φωτιά]] και τη [[διατηρώ]]<br /><b>2.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου με διάπυρα βλήματα<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>πυρπολοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[ενεργώ]] με τέτοιο τρόπο ώστε να καεί [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[βασανίζω]] ψυχικά κάποιον<br />β) [[εξάπτω]] τον έρωτα σε κάποιον<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «πυρπολεῑν τοὺς ἄνθρακας» — [[ανακινώ]] ή [[φυσώ]] τη [[φωτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πολῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]]). Το ρ. [[πυρπολώ]] συνδέεται με το επίθ. [[πυρπόλος]]. Δεν [[είναι]], όμως, δυνατό να εξακριβωθεί αν το ρ. παράγεται από το όν. ή αν το όν. [[πυρπόλος]] σχηματίστηκε υποχωρητικά από το ρ.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 26 March 2021
Greek Monolingual
πυρπολῶ, -έω, ΝΜΑ
βάζω φωτιά σε κάποιον ή σε κάτι και τον καταστρέφω εντελώς, απανθρακώνω (α. «ο ψυχασθενής πυρπόλησε με πετρέλαιο τη γυναίκα του» β. «τὶς ἡμῶν πυρπολεῑ τὴν οἰκείαν;», Αριστοφ.)
αρχ.
1. ανάβω φωτιά και τη διατηρώ
2. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου με διάπυρα βλήματα
3. μέσ. πυρπολοῦμαι, -έομαι
ενεργώ με τέτοιο τρόπο ώστε να καεί κάτι
4. μτφ. α) βασανίζω ψυχικά κάποιον
β) εξάπτω τον έρωτα σε κάποιον
5. φρ. «πυρπολεῑν τοὺς ἄνθρακας» — ανακινώ ή φυσώ τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + πολῶ (< πέλομαι). Το ρ. πυρπολώ συνδέεται με το επίθ. πυρπόλος. Δεν είναι, όμως, δυνατό να εξακριβωθεί αν το ρ. παράγεται από το όν. ή αν το όν. πυρπόλος σχηματίστηκε υποχωρητικά από το ρ.].