χλαμύδα: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(46) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[χλαμύς]], -ύδος, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[χλαμύς]] Ν<br />(στην [[αρχαιότητα]]) [[βραχύς]] [[τριγωνοειδής]] [[μανδύας]] τών εφήβων, τών στρατιωτών και τών ιππέων, του οποίου τα δύο [[άκρα]] ενώνονταν [[μπροστά]] στον λαιμό με [[πόρπη]] («[[χλαμύδα]] ἐνῆπται Θετταλικὸν τρόπον», Φιλόστρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> (στον λόγιο τ.) [[γένος]] δίθυρων [[μαλακίων]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικά) α) ο [[μανδύας]] του κήρυκα<br />β) ο [[μανδύας]] του στρατηγού («ἀναλαμβάνων τὴν [[χλαμύδα]], [[ὁπότε]] μέλλοι | |mltxt=η / [[χλαμύς]], -ύδος, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[χλαμύς]] Ν<br />(στην [[αρχαιότητα]]) [[βραχύς]] [[τριγωνοειδής]] [[μανδύας]] τών εφήβων, τών στρατιωτών και τών ιππέων, του οποίου τα δύο [[άκρα]] ενώνονταν [[μπροστά]] στον λαιμό με [[πόρπη]] («[[χλαμύδα]] ἐνῆπται Θετταλικὸν τρόπον», Φιλόστρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> (στον λόγιο τ.) [[γένος]] δίθυρων [[μαλακίων]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικά) α) ο [[μανδύας]] του κήρυκα<br />β) ο [[μανδύας]] του στρατηγού («ἀναλαμβάνων τὴν [[χλαμύδα]], [[ὁπότε]] μέλλοι στρατηγεῖν», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) ο [[βασιλικός]] [[μανδύας]] («καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ [[χλαμύδα]] κόκκινην», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>(σπάν.)</b> [[ένδυμα]] κατοίκων τών [[πόλεων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χλαίνα]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 27 March 2021
Greek Monolingual
η / χλαμύς, -ύδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. χλαμύς Ν
(στην αρχαιότητα) βραχύς τριγωνοειδής μανδύας τών εφήβων, τών στρατιωτών και τών ιππέων, του οποίου τα δύο άκρα ενώνονταν μπροστά στον λαιμό με πόρπη («χλαμύδα ἐνῆπται Θετταλικὸν τρόπον», Φιλόστρ.)
νεοελλ.
ζωολ. (στον λόγιο τ.) γένος δίθυρων μαλακίων
αρχ.
1. (ειδικά) α) ο μανδύας του κήρυκα
β) ο μανδύας του στρατηγού («ἀναλαμβάνων τὴν χλαμύδα, ὁπότε μέλλοι στρατηγεῖν», Πλούτ.)
γ) ο βασιλικός μανδύας («καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κόκκινην», ΚΔ)
2. (σπάν.) ένδυμα κατοίκων τών πόλεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλαίνα].