παραμεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῡσαι" to "εῦσαι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]] ως [[προς]] [[κάτι]], παραμείβομαι («μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως ενεργ. που απαντά μόνο στο απρμφ. αορ.) <i>παραμεῡσαι</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀμεύομαι]] «[[υπερβάλλω]], [[νικώ]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]] ως [[προς]] [[κάτι]], παραμείβομαι («μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως ενεργ. που απαντά μόνο στο απρμφ. αορ.) <i>παραμεῦσαι</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀμεύομαι]] «[[υπερβάλλω]], [[νικώ]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:50, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰμεύομαι Medium diacritics: παραμεύομαι Low diacritics: παραμεύομαι Capitals: ΠΑΡΑΜΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: parameúomai Transliteration B: parameuomai Transliteration C: parameyomai Beta Code: parameu/omai

English (LSJ)

Dor. form of παραμείβομαι, μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλων A will surpass the beauty of others, Pi.N.11.13 : an Act. form παραμεῦσαι· παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰμεύομαι: Δωρικ. τύπος τοῦ παραμείβομαι, παραμεύεσθαί τινος μορφάν, ὑπερβαίνειν τὴν καλλονήν τινος, Πινδ. Ν. 11. 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραμεῦσαι· παραλλάξαι. ἐκτραπῆναι».

French (Bailly abrégé)

surpasser.
Étymologie: παρά, *ἀμεύομαι.

English (Slater)

παρᾰμεύομαι = παραμείβομαι,
   1 surpass εἰ δὲ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (Hartung: ἄλλων codd.) (N. 11.13)

Greek Monolingual

Α
1. υπερέχω, υπερτερώ ως προς κάτι, παραμείβομαι («μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους», Πίνδ.)
2. (ως ενεργ. που απαντά μόνο στο απρμφ. αορ.) παραμεῦσαι
(κατά τον Ησύχ.) «παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀμεύομαι «υπερβάλλω, νικώ»].

Greek Monotonic

παρᾰμεύομαι: Δωρ. αντί παραμείβομαι, παραμεύεσθαι τινος μορφάν, υπερέχω, ξεπερνώ, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

παρᾰμεύομαι: (только fut. παραμεύσομαι) превосходить: π. τινος μορφάν Pind. превзойти кого-л. красотой.

Middle Liddell

doric for παραμείβομαι
παραμεύεσθαί τινος μορφάν to surpass, Pind.